Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου 2010

Ανεύθυνοι υπεύθυνοι

https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEh4bLfGcH8bOS09po3QWpLOPHYqGbVqqjV1HHJ9DdPXDcHebKcXFnk5uAhOqsft-zb1Dr8YnU9CDzg3C152X-mjTuW0MGIyuyhxr5s9Nq6vNC595_D3o99Qn3Fha7ZSIaKLCocG8zbJ6PDo/s1600/xioni11.jpg
                Ξυπνήσαμε και «είδαμε μια άσπρη μέρα» επιτέλους, στην μίζερη και χλεμπονιάρικη ζωή μας. Με το που άνοιξα το παράθυρο, πρωί-πρωί, το σαγόνι μου πήγε να συναντήσει το στήθος μου. Ένα τοπίο κάτασπρο, σαν στολισμός μιας γιγάντισσας νυφούλας και τα σκοτεινά σημεία των σπιτιών και οι «λιλιπούτειοι» διαβάτες σαν στόλισμα στην περίτεχνη δαντέλα του νυφικού.


              Μερικά λεπτά αφέθηκα στο περβάζι του μπαλκονιού να χαζεύω, σαν μικρό παιδί, τα καμώματα των συνανθρώπων μου. Κάποιοι το χαιρόντουσαν και με την πρώτη ευκαιρία, έπλαθαν στην χούφτα τους λίγο χιόνι για να στολίσουν τον αμέριμνο γνωστό τους που έτυχε να περνά από κει. Άλλοι πιο σοβαροί είχαν το μυαλό τους μόνο πως θα αποφύγουν κάποια περίτεχνη φιγούρα της ζεμπεκιάς, πριν σωριαστούνε κάτω. Υπήρχαν βέβαια και αυτοί που περπατούσαν και μονολογούσαν. Άνθρωποι που το μυαλό τους δεν είχε όρεξη για αστεία. Άνθρωποι που το μυαλό τους ταξίδευε στην τιμή του πετρελαίου, στο άνεργο παιδί του και στον αδερφό του που είναι οδηγός και που για να βγάλει ένα μεροκάματο, θα πρέπει μʼ αυτό τον καιρό να οδηγήσει μέχρι την Θεσσαλονίκη, ή να κάνει διανομή στο Νομό.
              Τα παιδιά βέβαια, λογικό είναι, είχαν ξαμοληθεί στους δρόμους. Ανέμελα στους δρόμους και στα πεζοδρόμια, ανάμεσα στα παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Ο χιονοπόλεμος και όλη η στρατηγική του ανταρτοπόλεμου στην πράξη στο πεδίο των μαχών. Οι κόκκινες μύτες και τα ξυλιασμένα ακροδάχτυλα ήταν ας πούμε οι «παράπλευρες απώλειες».
               Μια τρούφα χιονιού, από την επάνω τέντα, ήρθε και φώλιασε στο ακάλυπτο σβέρκο μου. Το ξάφνιασμα, μάλλον θα φώναξα και οι κρύες σταγόνες που είχαν αρχίσει να διασχίζουν την ραχοκοκαλιά μου, με επανέφεραν στην τάξη. Μπήκα μέσα και βρόντηξα την πόρτα πίσω μου.
               Στην τηλεόραση μα και στα τοπικά, πρωινά, ραδιοφώνου, έπαιρνε κι έδενε σαν θέμα συζήτησης η κατάσταση του καιρού, λογικό, αλλά και το αν θα έχουν τα παιδιά σχολείο.
Γονείς, γιαγιάδες αλλά και κάθε πονεμένος, σχετικός και μη, είχε άποψη. Άλλοι με σοβαρές κουβέντες και επιχειρήματα κι άλλοι με φωνές κι αλαλαγμούς προσπαθούσαν να πάρουν θέση, για το προκληθέν θέμα.
               Κυριαρχούσε η άποψη «μα πού να πάνε τα παιδιά με τέτοιο καιρό», «με τέτοιο καιρό θέλουν να βγουν τα παιδιά στους δρόμους;». Άφησα το μπρίκι στη φωτιά και γελούσα μόνος μου, σαν τρελός. Κοντοσκύβω στο παράθυρο να δω το δρόμο που είχε πια γεμίσει από παιδιά.
               Μα τι λένε; Πλάκα μας κάνουν; Για αλλού μιλάνε; Ποιους πάνε να φουσκώσουν τα μυαλά; Δεν ξέρω αν φουσκώσανε κάποια μυαλά, αλλά ο καφές μου φούσκωσε και είχε χυθεί!
Ποια παιδιά θα κινδύνευαν αν πήγαιναν στα σχολειά τους; Αυτά που ήταν έξω στους δρόμους, πώς να τα κρατήσεις άλλωστε στα σπίτια τους; Για τα ίδια παιδιά μιλάμε;
               Θέλω να μου πει κάποιος, αν τα παιδιά κινδυνεύουν πιο πολύ στον περιορισμένο χώρο του αυλόγυρου του σχολείου, ή στους δρόμους ανάμεσα στα αυτοκίνητα; Τα αυτοκίνητα που, αντικειμενικά, κινούνται με δυσκολία στους δρόμους με τα χιόνια ή αυτή την ιδιόμορφη λάσπη χιονιού και με τα παράθυρα σχεδόν θολά. Έλεος.
               Βγαίνει ο κ. Νομάρχης, που σίγουρα τον είχαν πρήξει, και ανακοινώνει το κλείσιμο των σχολείων όλων των βαθμίδων. Σιγά που θα τον ένοιαζε, μια και σχολνάει σε λίγες μέρες. Αλλά και πάλι και να μη τέλειωνε η θητεία του, θα έπρεπε να έρθει σε αντιπαράθεση με το «σινάφι» του.
               Ένα «σινάφι» που είναι ιδιαίτερα αντιπαραγωγικό, ευθυνόφοβο και το πλέον ανευθυνοϋπεύθυνο της κοινωνίας. Στην προκειμένη περίπτωση θα μπορούσε ο δάσκαλος (βαριά λέξη για τους σημερινούς δημόσιους υπαλλήλους του Υπουργείου Παιδείας) ή ο καθηγητής που έχει την ευθύνη του διαλείμματος την επιτήρηση της αυλής, να ενισχυθεί με έναν ακόμα συνάδελφό του, αν νοιώθει ανίκανος και να συνεχιστεί το πρόγραμμα.
               Έτσι και οι γονείς, που στους δύσκολους αυτούς καιρούς που ζούμε, να μείνουν απερίσπαστοι στις δουλειές τους και να μην πρέπει να χάσουν κάποιο μεροκάματο για την πρωινή επιτήρηση των παιδιών τους.
               Στο κάτω-κάτω αυτή είναι η δουλειά τους, βρε αδερφέ. Αλλά και πάλι, αν η ανακοίνωση, για το κλείσιμο των σχολείων, ήταν έγκυρη και πριν πάνε τα παιδιά στα σχολεία τους, είχε καλώς. Στο «ρεπορτάζ» που παρακολούθησα όμως στην τοπική τηλεόραση, έλεγαν τα παιδιά πως «πήγαμε στο σχολείο και μας έδιωξαν». Δηλαδή κάνουμε ΟΤΙ ΜΠΟΡΟΥΜΕ για να κινδυνεύουν τα παιδιά μας, να είναι συνεχώς στους δρόμους μέσα στα χιόνια, μούσκεμα και παγωμένα!
               Θυμάμαι κάποιους άλλους δασκάλους πριν από πολλά, χρόνια που ήταν παντός καιρού. Όπως και μεις οι τότε μαθητές, σημερινοί βολεμένοι καλοθεσίτες, να πηγαίνουμε στο σχολείο μέσα από διαδρόμους στο χιόνι που είχαν ανοίξει οι γονείς μας και ήταν πολύ το χιόνι τότε. Δίπλα μας έπεφταν παγωμένοι κρύσταλλοι, σαν σταλακτίτες, από τα δένδρα, από τα κεραμίδια ακόμα και από τα καλώδια της ΔΕΗ. Τίποτα δεν μας πτοούσε. Με το «κασκόλ», που είχε πλέξει η γιαγιά, να έχει περικυκλώσει τρεις με τέσσερις φορές, ότι είχε αφήσει το σκουφάκι και στην χούφτα, με το μάλλινα γάντια, δύο με τρία κάστανα (πόσα να χωρούσε;) για τον δρόμο, να περπατάμε στους διαδρόμους του χιονιού και κάθε λίγο να προστίθεται όλο και κανένα ακόμα παιδί, από κάποιο κάθετο διάδρομο. Αν πέφταμε θα πέφταμε όλοι μαζί. Αργότερα το είδα στην τηλεόραση σαν άθλημα χειμερινής Ολυμπιάδας, νομίζω το λένε «Μπόμπσλι» ή κάπως έτσι.
               Βέβαια άλλα χρόνια πιο σκληρά και οι γονείς μας μαζί με τους δασκάλους μας δεν μας άφηναν να γίνουμε «φλούφλιδες»



Βασίλης Α. Βαφιάδης
Σέρρες, 16.12.2010

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου