Έκατσα να γράψω, για τα τόσα που μας απασχολούν τον τελευταίο καιρό, αλλά στάθηκε αδύνατον. Η μία μετά την άλλη , σχεδόν λευκές, οι σελίδες προσγειώνονταν στον κάδο. Α, μην ανησυχείτε για τις οικολογικές μου ανησυχίες, όλα μου τα χαρτιά θα πάνε στους μπλε κάδους της ανακύκλωσης, μόνο που η σύζυγος μου θα φωνάζει όταν δει «άδειες» σελίδες στον κάδο και όχι συραμμένες έτοιμες για σημειώσεις για τα ψώνια. «Οικονομία» είναι η λέξη που τον τελευταίο καιρό έχει «εμπλουτίσει» το λεξιλόγιό μας. Όχι πως πρώτα ήταν λέξη άγνωστου κειμένου, αλλά όσο να ‘ναι τώρα είναι της «μοδός».
Όπως είπα και προηγουμένως, έτσι με αερολογίες και ασυναρτησίες, αναπόφευκτα γέμιζα τον κάδο. Ήταν αδύνατον να συγκεντρωθώ στο κείμενο και στις ανεμοσκορπισμένες μου ιδέες. Έκανα και καφέ, μήπως και βοηθήσει αλλά του κάκου. Από δω το είχα, από κει το είχα όλο το μάτι μου έφευγε προς τα έξω. Άρχισα να το αντιλαμβάνομαι το πρόβλημά μου. Αυτός ο «περήφανος» ήλιος που δέσποζε στην πλάση, ήταν η αιτία στον παλιμπαιδισμό και στο ξεμυάλισμά μου. Ασυναίσθητα ψιθύρισα τα λόγια του Ελύτη:
«Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας
ο πετροπαιχνιδιάτορας...
... Όμορφη και παράξενη πατρίδα
Ωσάν αυτή που μου ‘λαχε δεν είδα...
... Κι έχουμε στο κατάρτι μας βιγλάτορα
παντοτινό τον Ήλιο τον Ηλιάτορα.»
Δεν ήμουν ο μόνος που τον «έπιασε» η άνοιξη απροετοίμαστο. Δεν ήμουν ο μόνος που εκστασιασμένος από τον «ζωοδότη» και την αναγέννηση της φύσης, είχε επηρεαστεί τόσο ώστε να «κολλήσει» το πρόσωπό του στο παράθυρο του γραφείου του. Είχα και κάποιο άλλοθι στον Ελύτη από το 1971. Παρ’ όλα αυτά έπιασα τον εαυτό μου να «κλέβει οπώρας» και να λιμπίζεται την ανεμελιά και την εξαλλοσύνη των νεαρών μαθητών και μαθητριών που είχαν γεμίσει τον δρόμο κάτω από το παράθυρό μου με «τιτιβίσματα» χαράς.
Άνοιξα τα χέρια μου σε θέση «έκταση» και τεντώθηκα, σαν την γάτα που ξυπνά δίπλα στο τζάκι και ετοιμάζεται για την περιοδεία της, με το ένστικτο του αιλουροειδούς. Έτσι και γω τεντώθηκα, σαν να ξανάπιασα επαφή με το «Χιούστον», άφησα την ανεμελιά των παιδιών και όσα «ψήγματα» τους είχα κλέψει και γύρισα στο γραφείο μου.
Το μάτι μου όμως έπεσε πάνω σ’ ένα φάκελο που ήταν επάνω σε μια στοίβα από βιβλία. Σηκώνω τον φάκελο, πιο πολύ ασυναίσθητα, ήταν τα κοινόχρηστα, ή μάλλον τα «φουσκωμένα» κοινόχρηστα. Με μια κίνηση που συνοδευόταν από ένα βαθύ αναστεναγμό και το «ωχ μάνα μου», βιάζομαι να τον ξαναφήσω στην θέση του. Η ειρωνεία της στιγμής ήταν η στοίβα των βιβλίων που είχε επικεφαλής τον «Πλούτο» του Αριστοφάνη και στην σελίδα που ο Χρέμυλος προσπαθεί να βοηθήσει τον Πλούτωνα να ξαναβρεί το φως του, μήπως και διορθωθούν όλα τα «στραβά» που είχε κάνει μέχρι τότε.
Βρε δεν πάτε να ... Είκοσι τέσσερις αιώνες τώρα και δεν βρέθηκε κάποιος να του ανοίξει τα στραβά του. Θεός να σου πετύχει... Θα μου πεις και ο «δικός μας», τί κάνει; Τίποτα όλοι στο «κόλπο» είναι και οι θεοί και οι Δαίμονες. Μόνο εμείς, οι παρακατιανοί, οι λιλιπούτειοι και ρομαντικοί συνοδοιπόροι της ζωής, σαν τον Διογένη με το φανάρι «αναζητούμε τον άνθρωπο».
Πέταξα τον φάκελο και ξαναγύρισα στο παράθυρο. Τα παιδιά και οι φωνές είχαν χαθεί κι εγώ παρέμεινα να χνωτίζω το τζάμι και να σχηματίζω με το δάκτυλό μου βουνά και ήλιους με συννεφάκια, πριν τα παραμορφώσει κάποια «ευτυχισμένη» σταγόνα που είχε αποκολληθεί σαν ρυάκι από μια σύνθεση του Ρος.
Βασίλης Α. Βαφιάδης
Σέρρες, 23.3.2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου