Ψάχνοντας να βρω κάτι έγγραφα-ντοκουμέντα, που αφορούν παλιές φορολογικές εκκαθαρίσεις, βρέθηκα στα κάτω ράφια της βιβλιοθήκης. Στα χέρια μου έπεσαν κάτι φωτογραφικά οικογενειακά λευκώματα. Ήταν «άλμπουμ» ξεθωριασμένα από τον χρόνο. Φωτογραφίες ασπρόμαυρες σε χοντρό ανάγλυφο χαρτί, που προσπαθούν να αντισταθούν όσο μπορούν στο πέρασμα του χρόνου. Οι δαντελωτές άκρες, των φωτογραφιών, πρώτες υπέκυψαν στον αδηφάγο και αμείλικτο χρόνο, που έχει καλύψει με αχνό σταχτίωχρο πέπλο τη διαύγεια τους.
Ασυναίσθητα χωρίς να το πολυσκεφτώ, πήρα στα χέρια μου το «άλμπουμ» με ιερή ευλάβεια, μη και γίνω η αιτία να καταστραφούν οι πολύτιμες οικογενειακές αναμνήσεις. Έκατσα οκλαδόν στο δάπεδο, προσφέρεται για τη δροσιά του τώρα που το θερμόμετρο ακροβατεί πάνω από την ηλικία του Χριστού και άνοιξα μία-μία τις σελίδες του.
Άλλες φωτογραφίες μου έφεραν διάθεση εύθυμης νοσταλγίας και χαράς που ξανάβλεπα αγαπημένες φιγούρες των παιδικών μου χρόνων και άλλες θλίψη και βαθείς ηχηρούς αναστεναγμούς για τις πρόωρες απόλυες αγαπημένων προσώπων, πάντα είναι πρόωροι οι χαμοί αγαπημένων προσώπων μας.
Φωτογραφίες με «ρεπούμπλικες», παντός καιρού, να καλύπτουν τα αντρικά κεφάλια και παντελόνια με «ρεβέρ». Στημένες φιγούρες σε στάση προσοχής απέναντι στο φακό, που έκλεβε τις στιγμές μας για να τις στείλει ταξίδι στο χρόνο, χωρίς συγκεκριμένο παραλήπτη.
1962, στην αποβάθρα του σταθμού των τρένων, δίπλα στα «κλειδιά» και στον όλως τυχαία παρόντα «σαλεπιτζή», όλο το σόι. Ο παππούς, η γιαγιά, οι θείοι και οι θείες μαζί με τα ξαδέρφια όλα, πλην του Τάκη που είχε κατηχητικό και ο παπά Δημήτρης δεν του έδωσε άδεια να απουσιάσει, όλοι παρόντες.
Εγώ, μιας σπιθαμής άνθρωπος, να κρέμομαι με το δεξί χέρι μου από το χέρι του μπαμπά, ενώ με το αριστερό είχα γαντζωθεί στη φούστα της μαμάς μου, που κρατούσε στα χέρια την μικρότερη αδερφή μου, ενώ προσπαθούσε να καταπιεί αλλά ο κόμπος δεν έλεγε να πάει κάτω. Ένα μεγάλο δάκρυ σαν κατεργασμένο διαμάντι, είχε σταματήσει πάνω από το δεξί μου μάγουλο, αν και με τα χρόνια έδειχνε σαν φωτογραφική ατέλεια. Όμως ήταν δάκρυ και αντιπροσώπευε το όλο βαρύ κλίμα που επικρατούσε εκείνο το χειμωνιάτικο πρωινό, στην γραμμή τρία του σιδηροδρομικού σταθμού.
Οι δύο καρό χοντρές παραφουσκωμένες βαλίτσες, δεμένες στη μέση με σχοινί για να μην ανοίξουν, ένας τεράστιος μπόγος και η κατήφεια που ήταν έκδηλη στα πρόσωπα όλων, δήλωναν το σκοπό της οικογενειακής συνάθροισης. Κάποιος έφευγε και μάλιστα έφευγε για μακριά. Αυτός ο κάποιος ήταν ο πατέρας μου. Έφευγε εργάτης για τις θεοσκότεινες στοές του Βελγίου. Για μια ζωή μέσα στο κάρβουνο, που τα πνευμόνια θα μάζευαν περισσότερη μαυρίλα από ότι είχε ο «καρβουνιάρης» που περιμέναμε.
Η «Ψωροκώσταινα» δεν μπορούσε να θρέψει άλλα τέσσερα στόματα. Η φτώχια και η ανέχεια είχαν φέρει στο «limit down», που θα λέγαμε σήμερα, τα οικονομικά του πατέρα μου και η μοναδική λύση ήταν η ανεύρεση εργασίας στην αλλοδαπή.
Γύρισα και ακούμπησα με την πλάτη μου στη βιβλιοθήκη. Σήκωσα το κεφάλι σαν να εκλιπαρούσα κάποιον άνωθεν ή σαν να σιχτίριζα τον ίδιο μου τον εαυτό, για της μοίρας μου το γραφτό. Περισσότερο το δεύτερο που δεν κατόρθωσα να δημιουργήσω ένα καλό «κομπόδεμα», όλα αυτά τα χρόνια των «παχιών αγελάδων».
50 χρόνια μετά από τον αποχωρισμό, στην αποβάθρα των τρένων, ετοιμάζομαι να ξαναζήσω τις ίδιες στιγμές. Αυτή τη φορά όμως αντί για την υπαίθρια και κρύα γραμμή των τρένων, σε κάποια αίθουσα αναχωρήσεων του αεροδρομίου και αντί για πατέρα θα αποχαιρετώ το παιδί μου.
50 χρόνια μετά τον μεγάλο εθελούσιο αλλά και αναγκαίο ξεριζωμό, πάλι η «Ψωροκώσταινα» δεν μπορεί να θρέψει τα παιδιά της. Μόνο που τώρα η «Ψωροκώσταινα» δεν είναι η επιζούσα δύο αιμοβόρων πολέμων, αλλά η «σταχομαζώχτρα» της «ρεμούλας», της κλεψιάς, της ασύδοτης κερδοσκοπίας και της Δημόσιας διαφθοράς που παρασιτούν σαν «μουχρίτσα» στις ζωές και στους κόπους του λαού της.
- Βασίλη, καλέ τί έπαθες;
Μ’ επανέφερε στην πραγματικότητα η φωνή της συζύγου μου, που τρόμαξε όταν με είδε διπλωμένο κάτω στο πάτωμα.
- Τίποτα, να έτσι αναπολούσα κάποιες στιγμές.
Τί να της έλεγα; Δεν είναι σε καλύτερη κατάσταση και η ίδια, για να την φορτίσω περισσότερο.
- Σήκω καλέ από κάτω...
Κλείνοντας το «άλμπουμ» σηκώνομαι και μουρμουρίζω:
- Ε, ρε και δεν υπάρχει πια ο Καζαντζίδης να ξεζουμίζει και να κλέβει από τις ελπίδες του λαού και του μετανάστη.
- Τί λες;
- Τίποτα, τίποτα...
Βασίλης Α. Βαφιάδης
Σέρρες, 10.8.2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου