Καθώς η ελληνική κρίση χρέους οδηγείται προς μια μεγάλη στάση πληρωμών
και μια εν δυνάμει καταστροφή, τα γνωστά πολιτικά διασταυρούμενα πυρά
έχουν αναθερμανθεί, σχετικά με την ανευθυνότητα της Νότιας Ευρώπης και
την αναλγησία της Βόρειας.
Ωστόσο, όπως σημειώνει σε άρθρο του στο Politico ο Jacob Soll, καθηγητής Ιστορίας και Λογιστικής στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνιας, με την προοπτική του Grexit να γίνεται ολοένα και πιο πιθανή, σοβαρά επιχειρήματα έχουν αρχίσει να επικεντρώνονται στη λογιστική, δηλαδή «πόσα πραγματικά χρήματα οφείλει η Ελλάδα και ποιος ακόμη το καθορίζει αυτό;».
Όπως σημειώνει ο Jacob Soll, η απάντηση φαίνεται εύκολη, όμως το μόνο απλό σχετικά με το ελληνικό χρέος είναι το «πόσο σύντομες είναι οι λέξεις» και προσθέτει ότι όταν εξετάσουμε προσεκτικά τι συμβαίνει στην Ελλάδα, θα αρχίσουμε να βλέπουμε μια ανησυχητική τρύπα στην καρδιά της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στις πρόσφατες διαπραγματεύσεις, η γερμανίδα καγκελάριος Αγκελα Μέρκελ επέμεινε ότι η Ελλάδα πρέπει να επιτρέψει στο ΔΝΤ και τους ελεγκτές της τρόικας να εξετάσουν στην Αθήνα τα κρατικά βιβλία.
Οι Έλληνες από την πλευρά τους αντέτειναν ότι αυτό αποτελεί μια επίθεση στην κυριαρχία τους.
Και οι δύο πλευρές, όμως, παραβλέπουν ένα πολύ σημαντικό στοιχείο, το οποίο έχει τεράστιες συνέπειες για την Ευρώπη, σημειώνει το Politico.
Το πρόβλημα είναι ότι στην Ε.Ε. «λογιστικός έλεγχος» δεν σημαίνει ό,τι σημαίνει στις ΗΠΑ.
Όλα τα κράτη μέλη πρέπει να επιτρέπουν τους ελέγχους της Ε.Ε., όμως όταν αυτό συμβαίνει, γίνεται συνήθως από πολιτικούς φορείς και όχι από επαγγελματικούς ελεγκτικούς οίκους.
Υπάρχει πάντα μια σύγκρουση συμφερόντων όταν ο ελεγκτής έχει συμφέρον στην έκβαση του ελέγχου, σημειώνει ο Jacob Soll.
Αυτό αν και ακούγεται τεχνικό, στην πραγματικότητα δεν είναι. Οι επιπτώσεις, σύμφωνα με τον Jacob Soll, είναι τεράστιες.
Το χρέος και η ικανότητα μιας χώρας να το αποπληρώσει είναι μεταξύ των σημαντικότερων παραγόντων μιας εθνικής οικονομίας και εξαρτώνται σημαντικά από τη σαφή λογιστική.
Και όμως, επισημαίνει ο καθηγητής Ιστορίας και Λογιστικής, οι επαγγελματίες λογιστές απουσιάζουν από τη συζήτηση σχετικά με τα πόσα χρήματα οφείλει η Ελλάδα και αν οι κυβερνήσεις της ή οι χρηματοπιστωτικές αγορές είναι αυτές που πρέπει να το αποφασίσουν.
Η διαφορά είναι σημαντική σε αυτή την περίπτωση.
Στον πραγματικό κόσμο των αγορών, όπου το χρέος αποτιμάται, αγοράζεται και πωλείται, η ικανότητά σου να το αποπληρώσεις μετράται από την ικανότητά σου να αυξήσεις τα έσοδά σου, τα περιουσιακά σου στοιχεία και εν τέλει, από το επιτόκιο του δανείου με την πάροδο του χρόνου.
Αυτό ισχύει στον ιδιωτικό τομέα, όμως στην ελληνική περίπτωση δεν συμβαίνει αυτό.
Αντιθέτως, το ελληνικό χρέος υπολογίζεται με τη χρήση πολιτικών εργαλείων μέτρησης, τα λεγόμενα πρότυπα του Μάαστριχτ, τα οποία χρησιμοποιούν μόνον την ονομαστική αξία του δανείου και δεν λαμβάνουν υπόψη τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία και το γεγονός ότι τα δάνεια έχουν ληφθεί με χαμηλά επιτόκια, όπως τα ελληνικά, μειούμενα σε αξία με την πάροδο του χρόνου.
Ποια είναι η διαφορά;
Σύμφωνα με τη Γερμανία, χρησιμοποιώντας τα στάνταρτ του Μάαστριχτ, η Ελλάδα οφείλει περίπου 350 δισ. δολάρια, όμως αν το ελληνικό καθαρό χρέος έπρεπε να υπολογιστεί χρησιμοποιώντας τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα του Δημόσιου Τομέα (IPSAS), το χρέος της Ελλάδας θα μπορούσε να είναι μόλις στα 36 δισ. δολάρια.
Με άλλα λόγια, υπάρχει μια ισχυρή υπόθεση η Ελλάδα να χρωστάει στη Γερμανία πολύ λιγότερα απ' όσα η Γερμανία και οι πιστωτές της Ε.Ε. διεκδικούν!
Θα ήταν πολύ δύσκολο να βρεθεί ένας σοβαρός λογιστής που να μην συμφωνήσει ότι η αυτοτελής μέθοδος υπολογισμού του χρέους είναι ανώτερη της πολιτικής.
Ο ισχύων υπολογισμός του ελληνικού χρέους βασίζεται σε μια φόρμουλα κατ' εντολή του πρώτου προγράμματος διάσωσης της Ελλάδας το 2010, όταν οι αποδυναμωμένοι Έλληνες, αντιμέτωποι με την οικονομική και πολιτική κατάρρευση, αποδέχθηκαν τα κονδύλια έκτακτης ανάγκης και είχαν πολύ μικρή δύναμη για να διαπραγματευτούν τους όρους.
Μια σειρά οικονομολόγων συμφωνούν ότι το χρέος της Ελλάδας πιθανόν να αποτελεί μόνον ένα… κλάσμα της εκτίμησης της Γερμανίας.
Μεταξύ αυτών που έχουν υποστηρίξει την ιδέα εφαρμογής ενός πιο ακριβούς προτύπου είναι ο Κλάους Ρέγκλινγκ, επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, ο Κερτ Λοκ, ο πρόεδρος του Οικονομικού Συμβουλίου της Γερμανίας, με στενούς δεσμούς με το κυβερνών Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα της Μέρκελ, αλλά και ο Βίνσεντ Τρούγκλια, πρώην επικεφαλής των αξιολογήσεων του οίκου Moody's.
Βεβαίως, ακόμη και αν η Ελλάδα μπορούσε απλά να λάβει την έγκριση της Γερμανίας και εν συνεχεία να συμπεριληφθούν όλοι αυτοί οι παράγοντες, το πρόβλημα δεν θα είχε λυθεί ούτε κατά διάνοια, σημειώνει ο Jacob Soll.
Οι Έλληνες δεν είναι άμεμπτοι: είναι σαφές ότι δεν θέλουν σοβαρούς λογιστές οπουδήποτε κοντά στα βιβλία τους.
Εν μέρει, αυτό οφείλεται στο γεγονός του -κατανοητού- φόβου ότι η τρόικα θα το χρησιμοποιήσει για να επιβάλει ακόμη πιο επαχθείς όρους.
Επίσης, οφείλεται στο γεγονός ότι οι Έλληνες φοβούνται ότι τα βιβλία τους είναι χειρότερα απ' ό,τι οι ίδιοι ισχυρίζονται.
Επίσης, επιτρέποντας ελεγκτές, οι Έλληνες θα δημιουργούσαν ένα σύστημα πολιτικής ευθύνης και κανείς έλληνας ηγέτης, είτε από την Αριστερά είτε από τη Δεξιά, δεν θα το ήθελε αυτό.
Έτσι, παραμένουμε σε ένα τοξικό αδιέξοδο, με τον Jacob Soll να σημειώνει ότι λίγοι είναι αυτοί στην Ε.Ε. που θα είχαν τη θέληση να αλλάξουν τα πρότυπα.
Τι θα μπορούσε να συμβεί; Σύμφωνα με τον καθηγητή Ιστορίας και Λογιστικής, η κατάσταση έχει προηγούμενο.
Κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης, οι μεταρρυθμιστές ήταν ικανοί να προσπεράσουν τα φτωχά λογιστικά πρότυπα σε διεθνές επίπεδο και να ανοικοδομήσουν τα δημόσια οικονομικά από τις ΗΠΑ μέχρι την Ευρώπη.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1930, ο επικεφαλής της Price Waterhouse, Τζορτζ Μέι, ανησυχούσε ότι με το κανονιστικό πλαίσιο που ακολούθησε τη Μεγάλη Ύφεση, η κυβέρνηση θα αναλάμβανε τη λογιστική.
Έτσι, εργάστηκε ώστε οι ιδιωτικές επιχειρήσεις λογιστικής να μεταμορφωθούν σε αξιόπιστους ρυθμιστές - πυλώνες της αρχής, η οποία ήταν ανεξάρτητη τόσο από την κυβέρνηση όσο και τα επιχειρηματικά συμφέροντα.
Ο Μέι βοήθησε στον σχεδιασμό των Γενικώς Αποδεκτών Λογιστικών Αρχών (GAAP, στις ΗΠΑ), τα οποία καθορίζουν πρότυπα ακριβώς για να αποτιμούν το πλέγμα του δημοσίου χρέους.
Μαζί με τον βρετανό λογιστή, λόρδο Χένρι Μπένσον, πίεσε για τη δημιουργία ανεξάρτητου φορέα τυποποίησης, γνωστού σήμερα ως Συμβουλίου Διεθνών Λογιστικών Προτύπων (IASB), που κατάφερε να βοηθήσει στη σταθεροποίηση του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Με την υποστήριξη των πιο σημαντικών λογιστικών εταιρειών, το IASB βοήθησε στην επίβλεψη της μεταπολεμικής περιόδου κατά τη διάρκεια της οποίας καταγράφηκε αξιοσημείωτη ευημερία.
Ωστόσο, ο κόσμος του Μέι και του Μπένσον ξεθώριασε στις δεκαετίες του '70 και του '80, με πτώση των ηθικών προτύπων στον κλάδο της λογιστικής.
Το πιο σημαντικό τώρα είναι ότι τα τέσσερα μεγάλα λογιστικά γραφεία (Big Four), αντί να διατηρήσουν τον ηγετικό ρόλο των διεθνών προτύπων, παρέμειναν στο περιθώριο.
Ο λόγος είναι παρόμοιος με αυτόν στο σκάνδαλο Enron: εργάζονται όχι για να επιμείνουν στη διατήρηση των ανεξάρτητων προτύπων, αλλά περισσότερο ως εταιρείες που έχουν προσληφθεί για να εκτελούν συμβάσεις τεχνικών αποστολών.
Ακόμη περισσότερο, συχνά συνδέονται με τους πολιτικούς κανονισμούς που έχουν σχεδιαστεί για να περιορίζουν το πεδίο εφαρμογής των ελέγχων.
Το αν θα επιστρέψουν στον ρόλο τους ως οικονομικοί ηγέτες οι λογιστικές εταιρείες, ή θα περιοριστούν στον δευτερεύοντα ρόλο, η απάντηση θα μπορούσε να καθορίσει τις μελλοντικές οικονομικές προοπτικές για την Ευρώπη και για όλους μας.
Η ανανέωση του ηγετικού ρόλου των διεθνών λογιστικών προτύπων φαίνεται να είναι η προφανής απάντηση στο αδιέξοδο του χρέους της Ευρώπης, καθώς τότε θα τους επιτρεπόταν να υπηρετήσουν ως ουδέτεροι διαιτητές για την επίλυση της κρίσης.
Οι δανειστές της Ε.Ε. και η Ελλάδα μένει μόνον να τους καλέσουν, καταλήγει στο άρθρο του ο Jacob Soll.
financialbox.gr
Ωστόσο, όπως σημειώνει σε άρθρο του στο Politico ο Jacob Soll, καθηγητής Ιστορίας και Λογιστικής στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνιας, με την προοπτική του Grexit να γίνεται ολοένα και πιο πιθανή, σοβαρά επιχειρήματα έχουν αρχίσει να επικεντρώνονται στη λογιστική, δηλαδή «πόσα πραγματικά χρήματα οφείλει η Ελλάδα και ποιος ακόμη το καθορίζει αυτό;».
Όπως σημειώνει ο Jacob Soll, η απάντηση φαίνεται εύκολη, όμως το μόνο απλό σχετικά με το ελληνικό χρέος είναι το «πόσο σύντομες είναι οι λέξεις» και προσθέτει ότι όταν εξετάσουμε προσεκτικά τι συμβαίνει στην Ελλάδα, θα αρχίσουμε να βλέπουμε μια ανησυχητική τρύπα στην καρδιά της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στις πρόσφατες διαπραγματεύσεις, η γερμανίδα καγκελάριος Αγκελα Μέρκελ επέμεινε ότι η Ελλάδα πρέπει να επιτρέψει στο ΔΝΤ και τους ελεγκτές της τρόικας να εξετάσουν στην Αθήνα τα κρατικά βιβλία.
Οι Έλληνες από την πλευρά τους αντέτειναν ότι αυτό αποτελεί μια επίθεση στην κυριαρχία τους.
Και οι δύο πλευρές, όμως, παραβλέπουν ένα πολύ σημαντικό στοιχείο, το οποίο έχει τεράστιες συνέπειες για την Ευρώπη, σημειώνει το Politico.
Το πρόβλημα είναι ότι στην Ε.Ε. «λογιστικός έλεγχος» δεν σημαίνει ό,τι σημαίνει στις ΗΠΑ.
Όλα τα κράτη μέλη πρέπει να επιτρέπουν τους ελέγχους της Ε.Ε., όμως όταν αυτό συμβαίνει, γίνεται συνήθως από πολιτικούς φορείς και όχι από επαγγελματικούς ελεγκτικούς οίκους.
Υπάρχει πάντα μια σύγκρουση συμφερόντων όταν ο ελεγκτής έχει συμφέρον στην έκβαση του ελέγχου, σημειώνει ο Jacob Soll.
Αυτό αν και ακούγεται τεχνικό, στην πραγματικότητα δεν είναι. Οι επιπτώσεις, σύμφωνα με τον Jacob Soll, είναι τεράστιες.
Το χρέος και η ικανότητα μιας χώρας να το αποπληρώσει είναι μεταξύ των σημαντικότερων παραγόντων μιας εθνικής οικονομίας και εξαρτώνται σημαντικά από τη σαφή λογιστική.
Και όμως, επισημαίνει ο καθηγητής Ιστορίας και Λογιστικής, οι επαγγελματίες λογιστές απουσιάζουν από τη συζήτηση σχετικά με τα πόσα χρήματα οφείλει η Ελλάδα και αν οι κυβερνήσεις της ή οι χρηματοπιστωτικές αγορές είναι αυτές που πρέπει να το αποφασίσουν.
Η διαφορά είναι σημαντική σε αυτή την περίπτωση.
Στον πραγματικό κόσμο των αγορών, όπου το χρέος αποτιμάται, αγοράζεται και πωλείται, η ικανότητά σου να το αποπληρώσεις μετράται από την ικανότητά σου να αυξήσεις τα έσοδά σου, τα περιουσιακά σου στοιχεία και εν τέλει, από το επιτόκιο του δανείου με την πάροδο του χρόνου.
Αυτό ισχύει στον ιδιωτικό τομέα, όμως στην ελληνική περίπτωση δεν συμβαίνει αυτό.
Αντιθέτως, το ελληνικό χρέος υπολογίζεται με τη χρήση πολιτικών εργαλείων μέτρησης, τα λεγόμενα πρότυπα του Μάαστριχτ, τα οποία χρησιμοποιούν μόνον την ονομαστική αξία του δανείου και δεν λαμβάνουν υπόψη τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία και το γεγονός ότι τα δάνεια έχουν ληφθεί με χαμηλά επιτόκια, όπως τα ελληνικά, μειούμενα σε αξία με την πάροδο του χρόνου.
Ποια είναι η διαφορά;
Σύμφωνα με τη Γερμανία, χρησιμοποιώντας τα στάνταρτ του Μάαστριχτ, η Ελλάδα οφείλει περίπου 350 δισ. δολάρια, όμως αν το ελληνικό καθαρό χρέος έπρεπε να υπολογιστεί χρησιμοποιώντας τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα του Δημόσιου Τομέα (IPSAS), το χρέος της Ελλάδας θα μπορούσε να είναι μόλις στα 36 δισ. δολάρια.
Με άλλα λόγια, υπάρχει μια ισχυρή υπόθεση η Ελλάδα να χρωστάει στη Γερμανία πολύ λιγότερα απ' όσα η Γερμανία και οι πιστωτές της Ε.Ε. διεκδικούν!
Θα ήταν πολύ δύσκολο να βρεθεί ένας σοβαρός λογιστής που να μην συμφωνήσει ότι η αυτοτελής μέθοδος υπολογισμού του χρέους είναι ανώτερη της πολιτικής.
Ο ισχύων υπολογισμός του ελληνικού χρέους βασίζεται σε μια φόρμουλα κατ' εντολή του πρώτου προγράμματος διάσωσης της Ελλάδας το 2010, όταν οι αποδυναμωμένοι Έλληνες, αντιμέτωποι με την οικονομική και πολιτική κατάρρευση, αποδέχθηκαν τα κονδύλια έκτακτης ανάγκης και είχαν πολύ μικρή δύναμη για να διαπραγματευτούν τους όρους.
Μια σειρά οικονομολόγων συμφωνούν ότι το χρέος της Ελλάδας πιθανόν να αποτελεί μόνον ένα… κλάσμα της εκτίμησης της Γερμανίας.
Μεταξύ αυτών που έχουν υποστηρίξει την ιδέα εφαρμογής ενός πιο ακριβούς προτύπου είναι ο Κλάους Ρέγκλινγκ, επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, ο Κερτ Λοκ, ο πρόεδρος του Οικονομικού Συμβουλίου της Γερμανίας, με στενούς δεσμούς με το κυβερνών Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα της Μέρκελ, αλλά και ο Βίνσεντ Τρούγκλια, πρώην επικεφαλής των αξιολογήσεων του οίκου Moody's.
Βεβαίως, ακόμη και αν η Ελλάδα μπορούσε απλά να λάβει την έγκριση της Γερμανίας και εν συνεχεία να συμπεριληφθούν όλοι αυτοί οι παράγοντες, το πρόβλημα δεν θα είχε λυθεί ούτε κατά διάνοια, σημειώνει ο Jacob Soll.
Οι Έλληνες δεν είναι άμεμπτοι: είναι σαφές ότι δεν θέλουν σοβαρούς λογιστές οπουδήποτε κοντά στα βιβλία τους.
Εν μέρει, αυτό οφείλεται στο γεγονός του -κατανοητού- φόβου ότι η τρόικα θα το χρησιμοποιήσει για να επιβάλει ακόμη πιο επαχθείς όρους.
Επίσης, οφείλεται στο γεγονός ότι οι Έλληνες φοβούνται ότι τα βιβλία τους είναι χειρότερα απ' ό,τι οι ίδιοι ισχυρίζονται.
Επίσης, επιτρέποντας ελεγκτές, οι Έλληνες θα δημιουργούσαν ένα σύστημα πολιτικής ευθύνης και κανείς έλληνας ηγέτης, είτε από την Αριστερά είτε από τη Δεξιά, δεν θα το ήθελε αυτό.
Έτσι, παραμένουμε σε ένα τοξικό αδιέξοδο, με τον Jacob Soll να σημειώνει ότι λίγοι είναι αυτοί στην Ε.Ε. που θα είχαν τη θέληση να αλλάξουν τα πρότυπα.
Τι θα μπορούσε να συμβεί; Σύμφωνα με τον καθηγητή Ιστορίας και Λογιστικής, η κατάσταση έχει προηγούμενο.
Κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης, οι μεταρρυθμιστές ήταν ικανοί να προσπεράσουν τα φτωχά λογιστικά πρότυπα σε διεθνές επίπεδο και να ανοικοδομήσουν τα δημόσια οικονομικά από τις ΗΠΑ μέχρι την Ευρώπη.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1930, ο επικεφαλής της Price Waterhouse, Τζορτζ Μέι, ανησυχούσε ότι με το κανονιστικό πλαίσιο που ακολούθησε τη Μεγάλη Ύφεση, η κυβέρνηση θα αναλάμβανε τη λογιστική.
Έτσι, εργάστηκε ώστε οι ιδιωτικές επιχειρήσεις λογιστικής να μεταμορφωθούν σε αξιόπιστους ρυθμιστές - πυλώνες της αρχής, η οποία ήταν ανεξάρτητη τόσο από την κυβέρνηση όσο και τα επιχειρηματικά συμφέροντα.
Ο Μέι βοήθησε στον σχεδιασμό των Γενικώς Αποδεκτών Λογιστικών Αρχών (GAAP, στις ΗΠΑ), τα οποία καθορίζουν πρότυπα ακριβώς για να αποτιμούν το πλέγμα του δημοσίου χρέους.
Μαζί με τον βρετανό λογιστή, λόρδο Χένρι Μπένσον, πίεσε για τη δημιουργία ανεξάρτητου φορέα τυποποίησης, γνωστού σήμερα ως Συμβουλίου Διεθνών Λογιστικών Προτύπων (IASB), που κατάφερε να βοηθήσει στη σταθεροποίηση του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Με την υποστήριξη των πιο σημαντικών λογιστικών εταιρειών, το IASB βοήθησε στην επίβλεψη της μεταπολεμικής περιόδου κατά τη διάρκεια της οποίας καταγράφηκε αξιοσημείωτη ευημερία.
Ωστόσο, ο κόσμος του Μέι και του Μπένσον ξεθώριασε στις δεκαετίες του '70 και του '80, με πτώση των ηθικών προτύπων στον κλάδο της λογιστικής.
Το πιο σημαντικό τώρα είναι ότι τα τέσσερα μεγάλα λογιστικά γραφεία (Big Four), αντί να διατηρήσουν τον ηγετικό ρόλο των διεθνών προτύπων, παρέμειναν στο περιθώριο.
Ο λόγος είναι παρόμοιος με αυτόν στο σκάνδαλο Enron: εργάζονται όχι για να επιμείνουν στη διατήρηση των ανεξάρτητων προτύπων, αλλά περισσότερο ως εταιρείες που έχουν προσληφθεί για να εκτελούν συμβάσεις τεχνικών αποστολών.
Ακόμη περισσότερο, συχνά συνδέονται με τους πολιτικούς κανονισμούς που έχουν σχεδιαστεί για να περιορίζουν το πεδίο εφαρμογής των ελέγχων.
Το αν θα επιστρέψουν στον ρόλο τους ως οικονομικοί ηγέτες οι λογιστικές εταιρείες, ή θα περιοριστούν στον δευτερεύοντα ρόλο, η απάντηση θα μπορούσε να καθορίσει τις μελλοντικές οικονομικές προοπτικές για την Ευρώπη και για όλους μας.
Η ανανέωση του ηγετικού ρόλου των διεθνών λογιστικών προτύπων φαίνεται να είναι η προφανής απάντηση στο αδιέξοδο του χρέους της Ευρώπης, καθώς τότε θα τους επιτρεπόταν να υπηρετήσουν ως ουδέτεροι διαιτητές για την επίλυση της κρίσης.
Οι δανειστές της Ε.Ε. και η Ελλάδα μένει μόνον να τους καλέσουν, καταλήγει στο άρθρο του ο Jacob Soll.
financialbox.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου