Οι αλλεπάλληλες μειώσεις συντάξεων στην Ελλάδα από το 2010 είναι κάτι ξένο για τη γερμανική πραγματικότητα, αφού το 2015 οι συνταξιούχοι πήραν «δωράκι» από Μέρκελ και Σόιμπλε 30 ευρώ τον μήνα. Και για το 2016 προβλέπεται αύξηση 5%.
Όσο για τους φόρους και τις εισφορές; Για μεικτό ετήσιο εισόδημα 40.000 ευρώ ο Γερμανός φορολογούμενος θα δει στην τσέπη του «καθαρά» 28-32.000 ευρώ, όταν στον Έλληνα ελεύθερο επαγγελματία από τα 30.000 ευρώ για εισοδήματα του 2015 τού έμειναν μόνο 11.700! Κι όλα αυτά δίχως να έχει εφαρμοστεί καν το νέο «σκληρό» ασφαλιστικό που είναι ήδη στα σκαριά...
Ακόμα, λοιπόν, και το κραταιό γερμανικό ασφαλιστικό σύστημα έχει ανάγκη ετήσιας ενίσχυσης από τον προϋπολογισμό, ώστε να διατηρηθεί ζωντανό το κοινωνικό κράτος. Μάλιστα, σ’ αυτά τα δύσκολα χρόνια για όλη την Ευρώπη, η Γερμανία έχει τη δυνατότητα να προσφέρει διαρκώς νέες παροχές στους φορολογούμενους επιβραδύνοντας τις όποιες προσαρμογές είχαν αποφασιστεί στη μεταρρυθμιστική «Ατζέντα 2010».
Οι χρόνιες παθογένειες του ελληνικού ασφαλιστικού συστήματος είναι γνωστές. Όπως και οι υπερβολές, η ρουσφετολογική πολιτική, οι συντεχνιακές αδικίες, οι σπατάλες, οι μαύρες τρύπες και οι ανεξέλεγκτες επιβαρύνσεις δεκαετιών που το έφεραν στα πρόθυρα της σημερινής κατάρρευσης.
Ασφαλώς το ισχυρό οικοδόμημα της γερμανικής οικονομίας και του εύρωστου ασφαλιστικού της δεν μπορούν να συγκριθούν με την απελπιστική κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και των ταμείων της. Ωστόσο, όπως αποδεικνύει η έρευνα του «Π» για το ασφαλιστικό - φορολογικό της Γερμανίας, το να κουνάει κανείς το δάχτυλο στους άλλους, ειδικά από θέση ισχύος κι όταν ευνοεί τις ανισότητες στην Ευρώπη, κρύβει και την παγίδα να εκτεθεί!
Αυξήσεις μέσα στην κρίση
Το μέσο μεικτό εισόδημα στη Γερμανία για τους εργαζόμενους το 2015 έφτασε στα 34.999 ευρώ ετησίως. Το 2010, όμως, ήταν 31.144 ευρώ. Διαπιστώνει κανείς, δηλαδή, ότι υπήρξε μια σημαντική αύξηση των εισοδημάτων στα χρόνια της οικονομικής κρίσης. Με μεγαλύτερους ρυθμούς, μάλιστα, συγκριτικά με την προ «κραχ» εποχή. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του γερμανικού Συνταξιοδοτικού Φορέα, το μέσο ετήσιο εισόδημα το 2002 ήταν 28.626 ευρώ.
Η ανεργία πέφτει διαρκώς και τα εισοδήματα από την εργασία αυξάνονται σταθερά. Το ίδιο συμβαίνει και με τις συντάξεις. Για το 2015 οι συνταξιούχοι είδαν να ανεβαίνουν τα έσοδά τους κατά 30 ευρώ μηνιαίως το β’ εξάμηνο, ενώ για το 2016 προβλέπεται αύξηση 5%.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της ομοσπονδιακής κυβέρνησης για το 2012, η χαμηλότερη κατηγορία δημοσίων υπαλλήλων λάμβανε μέση σύνταξη 1.750 ευρώ μηνιαίως, η β’ κατηγορία 2.590 ευρώ και η γ’ 3.870 ευρώ. Ο μέσος όρος για τους ομοσπονδιακούς δημόσιους υπαλλήλους ήταν 2.520 ευρώ, ποσό που στο μεταξύ έχει αυξηθεί.
Στο σύνολο των συνταξιούχων, η μέση σύνταξη στην πρώην Δυτική Γερμανία ανήλθε το 2015 στα 1.287 ευρώ μεικτά και στα πρώην ανατολικά κρατίδια στα 1.187 ευρώ. Στο β’ εξάμηνο του 2015 υπήρξε αύξηση 30 ευρώ (1.314 και 1.217 ευρώ, αντίστοιχα).
Το ποσοστό αναπλήρωσης είναι στο 53%. Θα πρέπει, ωστόσο, να επισημανθεί ότι ο Γερμανός φορολογούμενος δεν στηρίζεται για τα γεράματά του μόνο στη σύνταξη από το ταμείο του. Έχει ήδη δημιουργήσει επί δεκαετίες ένα πλέγμα προστασίας και εγγυημένων εισοδημάτων για όταν θα φτάσει στην τρίτη ηλικία: Με ασφάλεια ζωής, άλλα προγράμματα τραπεζών κ.λπ., που φορολογούνται ευνοϊκά.
Η συνταξιοδοτική πραγματικότητα στην Ελλάδα είναι μάλλον μονοδιάστατη, όμως στη Γερμανία οι φορολογούμενοι χτίζουν από την έναρξη του εργασιακού τους βίου ένα ευρύ δίχτυ προστασίας για μετά τα 60-65 τους χρόνια. Με επιπλέον πηγές εισοδήματος, πέραν της σύνταξης. Είναι εντελώς άλλης λογικής η δομή του συστήματος δηλαδή.
Μηδενική ρήτρα; Nein!
Αν περιμένει κάποιος ότι στο πράγματι οργανωμένο και δίχως παθογένειες γερμανικό ασφαλιστικό σύστημα, με τις τακτικές εισφορές των εργαζομένων να εισρέουν στα ταμεία κανονικά, την εισφοροδιαφυγή σε μηδενικά επίπεδα και την ανεργία σε ιστορικά χαμηλά, δεν θα χρειαζόταν το κράτος να βάλει το χέρι στην τσέπη, μάλλον θα διαψευστεί. Ουδείς τέλειος, όπως είπαμε.
Για την Ελλάδα η τρόικα απαιτεί επίμονα τη ρήτρα μηδενικού ελλείμματος για τα ασφαλιστικά ταμεία. Ωστόσο η ίδια η Γερμανία δεν εφαρμόζει κάτι τέτοιο. Από τον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό της χώρας παρέχονται διόλου αμελητέες ενισχύσεις κάθε χρόνο στα – υγιή – γερμανικά ταμεία.
1 Συγκεκριμένα, το 2010 από τον γερμανικό κρατικό προϋπολογισμό δόθηκαν 59 δισ. ευρώ. Μόνο για τον πυλώνα των συντάξεων! Τα έσοδα του κλάδου των συντάξεων ήταν για το ίδιο έτος 251 δισ. ευρώ. Οι εισφορές των ασφαλισμένων ανέρχονταν σε 185 δισ. Το υπόλοιπο ποσό, ώστε να πληρώνονται κανονικά οι συντάξεις, καλύφθηκε από το κράτος (59 δισ.) και από έσοδα των επενδύσεων και της περιουσίας των ταμείων. Το Δημόσιο, λοιπόν, συνέβαλε με περίπου 25% για τις ανάγκες των συντάξεων!
2 Το 2014 τα έσοδα ανέβηκαν στα 269 δισ. ευρώ, οι εισφορές των ασφαλισμένων κάλυψαν τα 201 δισ., αλλά και πάλι το κράτος συνέβαλε με 60 δισ. από τον προϋπολογισμό. Ακόμα 5 δισ. ευρώ, μάλιστα, αφορούσαν τη συνεισφορά του Δημοσίου ως εγγύηση για το έλλειμμα. Σύνολο 65 δισ. δηλαδή. Όσο περίπου το ένα τρίτο του ελληνικού ΑΕΠ!
Στο γερμανικό πλαίσιο, εξάλλου, αναφέρεται ρητώς ότι «το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης χρηματοδοτείται από τις εθνικές ασφαλιστικές εισφορές που καταβάλλουν οι εργοδότες και οι εργαζόμενοι και από τα γενικά φορολογικά έσοδα».
Αν και, βέβαια, δεν είναι συγκρίσιμα τα οικονομικά και πληθυσμιακά μεγέθη, ωστόσο να αναφερθεί ότι στην Ελλάδα το Δημόσιο συνεισέφερε με 13,8 δισ. ευρώ για το ασφαλιστικό το 2014.
Η Μέρκελ διευρύνει το κοινωνικό κράτος φρενάροντας τις εισφορές. Σύμφωνα με τα στοιχεία του 2012, οι ασφαλισμένοι εργαζόμενοι στη Γερμανία ήταν 29,9 εκατ., τα προστατευόμενα μέλη 16,6 εκατ. και οι συνταξιούχοι 17,9 εκατ. Εθελοντικά ασφαλισμένοι ήταν 5,1 εκατ., ενώ οι εργοδότες υπολογίζονταν σε 4,8 εκατ.
Στο γερμανικό σύστημα τις πάσης φύσεως εισφορές μοιράζονται από 7,3% εργοδότης κι εργαζόμενος. Αυτό το 14,6% συνολικά για το 2015 θα ήταν μεγαλύτερο αν δεν το είχε... φρενάρει η Μέρκελ. Το 1970 ήταν 8,2% και το 2005 είχε ανέβει στο 13,8%. Ωστόσο η Μέρκελ την τελευταία δεκαετία κατάφερε να επιβραδύνει κατά πολύ τον ρυθμό.
Παράλληλα, ενώ το όριο συνταξιοδότησης ανέβηκε από τα 65 στα 67 έτη, έχει δοθεί πλέον η δυνατότητα από την τωρινή συγκυβέρνηση ακόμα και για πλήρη σύνταξη στα 63 έτη, υπό κάποιες προϋποθέσεις, μαζί με ένα ακόμα πακέτο ευνοϊκών εξαιρέσεων. Το κοινωνικό κράτος διευρύνεται, δεν συρρικνώνεται στη Γερμανία. Και η σκληρή «Ατζέντα 2010» ξηλώνεται πλέον από τη Μέρκελ, λόγω της καλής πορείας της οικονομίας. Εν μέσω, βέβαια, παγκόσμιας και ευρωπαϊκής κρίσης...
Πόσα είναι τα ταμεία
Το Βερολίνο ζητάει από την Αθήνα ένα ασφαλιστικό ταμείο. Ωστόσο, στην ίδια τη Γερμανία τα ασφαλιστικά ταμεία είναι 124! Κι αν κάνει εντύπωση ο αριθμός, τότε μάλλον θα προκαλέσει σοκ ότι το 1970 τα ταμεία ήταν... 1.815!
Τα ασφαλιστικά ταμεία λειτουργούν τόσο σε περιφερειακό επίπεδο, όπως είναι τα τοπικά ταμεία για την ασφάλιση ασθενείας, όσο και σε εθνικό επίπεδο, όπως τα επικουρικά κ.ά.
Τα ταμεία αυτά μπορούν να επιλεγούν ελεύθερα από το σύνολο των ασφαλισμένων ανεξάρτητα από το επάγγελμα ή τη θέση εργασίας τους στην επιχείρηση στην οποία εργάζονται. Η μοναδική εξαίρεση είναι για τα γεωργικά ταμεία των αγροτών.
Τα 124 ταμεία υποχρεωτικής ασφάλισης ασθένειας είναι υπεύθυνα για τη συλλογή όλων των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης για όλους τους κλάδους.
Το 1970 τα γερμανικά ταμεία ήταν 1.815, το 1990 είχαν μειωθεί σε 1.147 και το 2010 σε 156. Ωστόσο, επί Μέρκελ υπάρχει γενικά μια επιβράδυνση στον ρυθμό συγχωνεύσεων των ταμείων, συγκριτικά με προηγούμενες κυβερνήσεις. Επί θητείας Μέρκελ τα ταμεία μειώθηκαν από 267 που ήταν το 2005, όταν εξελέγη καγκελάριος, σε 124 το 2015.
Η υποχρεωτική ασφάλιση σύνταξης χορηγείται από το Ομοσπονδιακό Ίδρυμα Γερμανικής Ασφάλισης Σύνταξης, τα περιφερειακά ιδρύματα της Γερμανικής Ασφάλισης Σύνταξης, τη Γερμανική Ασφάλιση Σύνταξη για μεταλλωρύχους, σιδηροδρομικούς υπαλλήλους και ναυτικούς και τα ταμεία Σύνταξης Γήρατος για τους αγρότες.
Τα άτομα που ασκούν περιθωριακή δραστηριότητα με εισόδημα μέχρι 400 - 450 ευρώ τον μήνα, καθώς και εργαζόμενοι με βραχυπρόθεσμες παροχές που εργάζονται λιγότερες από 50 ημέρες κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους, εξαιρούνται από την ασφάλιση.
Οι «επτά» πυλώνες
Το γερμανικό φορολογικό και ασφαλιστικό σύστημα βασίζεται σε επτά πυλώνες. Τρεις φορολογικούς και τέσσερις ασφαλιστικούς. Συγκεκριμένα:
◆ Ο πρώτος αφορά τον φόρο εισοδήματος, με μεγαλύτερες ελαφρύνσεις για τους παντρεμένους με παιδιά.
◆ Ο δεύτερος είναι ο φόρος αλληλεγγύης για την ανοικοδόμηση της Αν. Γερμανίας. Επιβλήθηκε για πρώτη φορά μετά την επανένωση κι εξακολουθεί να ισχύει.
◆ Ο τρίτος φόρος είναι ο εκκλησιαστικός. Υπόχρεοι είναι μόνο οι προτεστάντες και οι καθολικοί, ωστόσο σε μικρά και μεσαία εισοδήματα είναι μηδενικός ή πολύ χαμηλός, ακόμα κι αν δηλώσει κάποιος ότι είναι, π.χ., προτεστάντης. Σε υψηλότερα εισοδήματα, όπως 70.000 ευρώ μεικτά, ο εκκλησιαστικός φόρος που αναλογεί είναι 531 ευρώ. Όλο και περισσότεροι φορολογούμενοι, πάντως, επιλέγουν να μην... σώσουν την ψυχή τους και δεν «τσεκάρουν» το συγκεκριμένο κουτάκι, προκειμένου να γλιτώνουν τις επιβαρύνσεις.
Στην κοινωνική ασφάλιση υπάρχουν τέσσερις πυλώνες.
◆ Ο πρώτος αφορά τον τομέα ασθενείας, με δυνατότητα επιλογής ανάμεσα στη δημόσια και την ιδιωτική ασφάλιση.
◆ Ο επόμενος αφορά την υποχρεωτική, και παρεμπιπτόντως εξαιρετική σαν ιδέα, «ασφάλιση φροντίδας» για τα γεράματα, με παροχή υπηρεσιών εξειδικευμένου προσωπικού στους ηλικιωμένους. Κάτι σαν, όπως θα λέγαμε εδώ, «βοήθεια στο σπίτι».
◆ Ο τρίτος πυλώνας είναι αυτός της σύνταξης και ο τέταρτος το επίδομα ανεργίας.
Ο φορολογούμενος - ασφαλισμένος πρέπει, εκτός των άλλων, να δηλώσει αν υπάρχει συνεισφορά του εργοδότη ή όχι στις εισφορές του. Σε ορισμένα επαγγέλματα στον βιομηχανικό και αγροτικό κλάδο, όπως και του Δημοσίου, προβλέπεται και η υποχρεωτική ασφάλιση για ατυχήματα.
topontiki.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου