...χωρίς να καλύπτουν τις συντάξεις που τους δίνονται από το σύστημα. Πουθενά ωστόσο δεν παρουσιάζεται η απόκλιση που υπάρχει στην Ελλάδα.
Το συμπέρασμα;
Η μεταρρύθμιση των συστημάτων χορήγησης αγροτικής σύνταξης είναι εξαιρετικά δύσκολη στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, παρά το γεγονός ότι η μέση γεωργική εκμετάλλευση στην Ε.Ε. είναι πολύ μεγαλύτερη από ό,τι η ελληνική. Για παράδειγμα:
• Στη Γερμανία, κάθε ασφαλισμένος αγρότης πρέπει να πληρώνει 232 ευρώ
για τη σύνταξή του τον μήνα. Το ποσό πέφτει στα 199 ευρώ εάν προέρχεται
από τα ανατολικογερμανικά κρατίδια. Σε ό,τι αφορά τα προστατευόμενα
μέλη της οικογένειας, πρέπει να πληρώνουν 116 ευρώ (99 στα
ανατολικογερμανικά κρατίδια). Μεσοσταθμικά καλύπτεται το 22,9% του
εισοδήματος των αγροτών. Η ασφάλιση είναι υποχρεωτική για τους αγρότες
επιχειρηματίες (κτηνοτρόφους, μελισσοκόμους, αλλά και αγρότες της
φυτικής παραγωγής) όταν η επιχείρηση προσεγγίσει ένα συγκεκριμένο όγκο
πωλήσεων. Κρίσιμα στοιχεία: α) Το ύψος της εισφοράς αναπροσαρμόζεται, με
εγκύκλιο, κάθε χρόνο, β) η σύζυγος θα πρέπει επίσης να ασφαλίζεται, εάν
δεν έχει άλλη πλήρη ασφάλεια, όπως και κάθε συγγενής, έως τρίτου
βαθμού, που δουλεύει στην αγροτική επιχείρηση.
• Στην Αυστρία, οι εισφορές των αγροτών φθάνουν το 15%. Η διαφορά (8%) από τη Γερμανία πληρώνεται από τους ασφαλισμένους των άλλων ταμείων, μέσω της γενικής φορολογίας (υπολογίζεται σε 5,5 δισ. ευρώ). Στην Αυστρία, οι συνταξιούχοι γεωργοί μπορούν να λαμβάνουν τη σύνταξή τους και να συνεχίσουν να εκμεταλλεύονται τη γεωργική τους εκμετάλλευση.
• Στο Βέλγιο οι εισφορές είναι 22,5% έως 55.500 ευρώ εισόδημα (για όλους τους αυτοαπασχολουμένους) και 14,16% για εισόδημα από 55.500 έως 81.000 ευρώ.
• Στη Βουλγαρία είναι 26%, ξεκινώντας από τα 215 ευρώ και φθάνοντας μέχρι τα 1.215 ευρώ. Ωστόσο, ελάχιστοι αγρότες είναι ασφαλισμένοι.
• Στην Κροατία οι εισφορές είναι 15% για τη βασική σύνταξη και 5% για τον λεγόμενο δεύτερο πυλώνα.
• Στην Τσεχία, οι φορολογούμενοι αποφασίζουν μόνοι τους για το ύψος των εισφορών στη βάση του φορολογητέου εισοδήματός τους, αλλά δεν μπορεί να είναι λιγότερο από το 50% των καθαρών κερδών τους (μαζί με την ασφάλιση για την ασθένεια).
• Στη Φινλανδία, το ποσοστό των εισφορών προσεγγίζει το 23% για τους αγρότες που θεωρούνται αυτοαπασχολούμενοι, δηλαδή επιχειρηματίες. Ομως εκείνοι πληρώνουν μόλις το 13%. Το υπόλοιπο 10% καλύπτεται από το κράτος μέσω της γενικής φορολογίας.
• Στη Δανία και τη Σουηδία, οι αγρότες εξισώνονται με τους άλλους αυτοαπασχολουμένους (κρατήσεις 17,1%), αλλά για να πάρει κανείς την κρατική σύνταξη πρέπει να ζει 40 χρόνια στη χώρα.
• Στη Γαλλία, όσοι αγρότες δούλεψαν τουλάχιστον 32,5 χρόνια δικαιούνται σύνταξη 800 ευρώ από ένα σχήμα, πάντως, που λίγο μετά τη λειτουργία του άρχισε να παρουσιάζει ελλείμματα.
• Στην Ισπανία, το 1992 το 90%, περίπου, των επιδοτήσεων του κρατικού προϋπολογισμού κάλυπτε τη δαπάνη της ασφάλισης των εργατών γης και των αγροτών. Σήμερα το ποσοστό είναι μικρότερο, αλλά οι εισφορές των αγροτών δεν καλύπτουν τις παροχές του συστήματος.
• Στην Κύπρο οι γεωργοί θεωρούνται μαζί με τους επιστήμονες, τους επιχειρηματίες, τους καταστηματάρχες, τους κτηματομεσίτες και τους χονδρεμπόρους, αυτοτελώς εργαζόμενοι. Η εισφορά τους το 2013 ήταν 16,9% από τα οποία 4,3% κατέβαλλε το κράτος και 12,6% ο εργαζόμενος αγρότης. Το ποσοστό έγινε 19,2% το 2014, με τη συμμετοχή του κράτους να αυξάνεται ελάχιστα στο 4,6%, θα γίνει 20,5% το 2019 με 4,9% συμμετοχή του κράτους και 21,8% το 2012 με 5,2% κρατική συμμετοχή. Το κυπριακό κράτος θέλει το 2039 η συμμετοχή να φθάσει το 25,7%, από το οποίο 19,6% θα επιβαρύνει τον ασφαλισμένο και 6,1% το πάγιο ταμείο της Δημοκρατίας, δηλαδή την κρατική συμμετοχή στις ασφαλίσεις.
Συμπέρασμα: Οι αποκλίσεις στις κρατήσεις των διαφόρων συστημάτων δεν είναι εντυπωσιακές στις περιπτώσεις για τις οποίες η «Κ» βρήκε στοιχεία.
• Στην Αυστρία, οι εισφορές των αγροτών φθάνουν το 15%. Η διαφορά (8%) από τη Γερμανία πληρώνεται από τους ασφαλισμένους των άλλων ταμείων, μέσω της γενικής φορολογίας (υπολογίζεται σε 5,5 δισ. ευρώ). Στην Αυστρία, οι συνταξιούχοι γεωργοί μπορούν να λαμβάνουν τη σύνταξή τους και να συνεχίσουν να εκμεταλλεύονται τη γεωργική τους εκμετάλλευση.
• Στο Βέλγιο οι εισφορές είναι 22,5% έως 55.500 ευρώ εισόδημα (για όλους τους αυτοαπασχολουμένους) και 14,16% για εισόδημα από 55.500 έως 81.000 ευρώ.
• Στη Βουλγαρία είναι 26%, ξεκινώντας από τα 215 ευρώ και φθάνοντας μέχρι τα 1.215 ευρώ. Ωστόσο, ελάχιστοι αγρότες είναι ασφαλισμένοι.
• Στην Κροατία οι εισφορές είναι 15% για τη βασική σύνταξη και 5% για τον λεγόμενο δεύτερο πυλώνα.
• Στην Τσεχία, οι φορολογούμενοι αποφασίζουν μόνοι τους για το ύψος των εισφορών στη βάση του φορολογητέου εισοδήματός τους, αλλά δεν μπορεί να είναι λιγότερο από το 50% των καθαρών κερδών τους (μαζί με την ασφάλιση για την ασθένεια).
• Στη Φινλανδία, το ποσοστό των εισφορών προσεγγίζει το 23% για τους αγρότες που θεωρούνται αυτοαπασχολούμενοι, δηλαδή επιχειρηματίες. Ομως εκείνοι πληρώνουν μόλις το 13%. Το υπόλοιπο 10% καλύπτεται από το κράτος μέσω της γενικής φορολογίας.
• Στη Δανία και τη Σουηδία, οι αγρότες εξισώνονται με τους άλλους αυτοαπασχολουμένους (κρατήσεις 17,1%), αλλά για να πάρει κανείς την κρατική σύνταξη πρέπει να ζει 40 χρόνια στη χώρα.
• Στη Γαλλία, όσοι αγρότες δούλεψαν τουλάχιστον 32,5 χρόνια δικαιούνται σύνταξη 800 ευρώ από ένα σχήμα, πάντως, που λίγο μετά τη λειτουργία του άρχισε να παρουσιάζει ελλείμματα.
• Στην Ισπανία, το 1992 το 90%, περίπου, των επιδοτήσεων του κρατικού προϋπολογισμού κάλυπτε τη δαπάνη της ασφάλισης των εργατών γης και των αγροτών. Σήμερα το ποσοστό είναι μικρότερο, αλλά οι εισφορές των αγροτών δεν καλύπτουν τις παροχές του συστήματος.
• Στην Κύπρο οι γεωργοί θεωρούνται μαζί με τους επιστήμονες, τους επιχειρηματίες, τους καταστηματάρχες, τους κτηματομεσίτες και τους χονδρεμπόρους, αυτοτελώς εργαζόμενοι. Η εισφορά τους το 2013 ήταν 16,9% από τα οποία 4,3% κατέβαλλε το κράτος και 12,6% ο εργαζόμενος αγρότης. Το ποσοστό έγινε 19,2% το 2014, με τη συμμετοχή του κράτους να αυξάνεται ελάχιστα στο 4,6%, θα γίνει 20,5% το 2019 με 4,9% συμμετοχή του κράτους και 21,8% το 2012 με 5,2% κρατική συμμετοχή. Το κυπριακό κράτος θέλει το 2039 η συμμετοχή να φθάσει το 25,7%, από το οποίο 19,6% θα επιβαρύνει τον ασφαλισμένο και 6,1% το πάγιο ταμείο της Δημοκρατίας, δηλαδή την κρατική συμμετοχή στις ασφαλίσεις.
Συμπέρασμα: Οι αποκλίσεις στις κρατήσεις των διαφόρων συστημάτων δεν είναι εντυπωσιακές στις περιπτώσεις για τις οποίες η «Κ» βρήκε στοιχεία.
kathimerini.gr
seleo.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου