Σε ιστορικό χαμηλό επιρροής η συμμαχία. ΗΠΑ και Ευρώπη απομακρύνονται δίχως αντίπαλο δέος
Η ιστορική συμμαχία μεταξύ Ευρώπης και ΗΠΑ έκανε τη Δύση ασφαλή και
πλούσια. Τώρα, όμως, κινδυνεύει με κατάρρευση. Για δεκαετίες, η
διατλαντική συμμαχία ήταν ζωτικής σημασίας για τη διεθνή ασφάλεια και τη
σταθερότητα της δυτικής οικονομίας. Δεν έχει, άλλωστε, υπάρξει
μεγαλύτερη συμμαχία κρατών με παρόμοιες βασικές αρχές.
Σήμερα, όμως, και παρά την αποτελούμενη από 13 σημεία Διακήρυξη της
πρόσφατης Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ στη Βαρσοβία για σταθερή κοινή θέση
και κοινή δράση των κρατών - μελών για τη διασφάλιση της υπεράσπισης των
εδαφών, πληθυσμών και κοινών αξιών τους, η συμμαχία είναι στην πιο
αδύναμη και με τη λιγότερη επιρροή φάση της από τη δημιουργία της.
Ευρωπαίοι και Αμερικανοί είναι απασχολημένοι, η κάθε πλευρά με τα
δικά της προβλήματα. Ο θυμός προς τις κυβερνήσεις, το άγχος και οι φόβοι
πάνω στις επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης αυξάνονται και στις δυο
πλευρές του Ατλαντικού. Αναδύονται νέες ανερχόμενες δυνάμεις και αγορές,
όπως στην Ασία και αλλού. Ο κόσμος όπως τον γνωρίζαμε, αλλάζει και
Ευρώπη - ΗΠΑ δεν συμφωνούν στον τρόπο προσαρμογής σ’ αυτές τις αλλαγές.
Διατλαντική καταιγίδα
Ενώ η διατλαντική συμμαχία, η οποία υπήρξε ουσιαστικά η ραχοκοκαλιά
της μεταπολεμικής εποχής, τρίζει, καμιά από τις δυο πλευρές δεν δείχνει
να το συνειδητοποιεί.
Η Ευρώπη έχει να αντιμετωπίσει την καταιγίδα από τις δικές της εσωτερικές προκλήσεις:
◆ Προσφυγική κρίση.
◆ Brexit.
◆ Διαμάχες με τη Ρωσία.
◆ Παρενέργειες της οικονομικής κρίσης.
Στις ΗΠΑ η προεκλογική καμπάνια κυριαρχείται σε μεγάλο βαθμό από
αντιεμπορική ρητορική κατά της Κίνας και μεγαλοστομίες περί του
μεγαλείου της Αμερικής.
Όμως, ειδικά τώρα, η συμμαχία ΗΠΑ - Ευρώπης μοιάζει απαραίτητη. «Η
παγκοσμιοποίηση, αντί να κάνει τον Ατλαντικό μικρότερο, τον έκανε
μεγαλύτερο. Σε έναν πολυπολικό κόσμο η ανάγκη για διατλαντική συνεργασία
μεγεθύνεται» έχει δηλώσει ο πρώην υπουργός Εξωτερικών της Βρετανίας
Ντέιβιντ Μίλιμπαντ.
Το ρήγμα στη διατλαντική συνεργασία δεν εμφανίστηκε ξαφνικά. Δημιουργείται εδώ και χρόνια:
1 Τη δεκαετία του 1990 ο πόλεμος στην πρώην
Γιουγκοσλαβία δημιούργησε δυσαρέσκεια στους Αμερικανούς, οι οποίοι
θεώρησαν ότι οι Ευρωπαίοι βασίζονταν στις ΗΠΑ για να λύσουν τα δικά τους
προβλήματα ασφαλείας.
2 Το 2003 η αμερικανική εισβολή στο Ιράκ προκάλεσε αντιδράσεις από Γερμανία και Γαλλία.
3 Και η διεθνής οικονομική κρίση από το 2008 τροφοδότησε τον σκεπτικισμό των Ευρωπαίων πάνω στον αμερικανικού τύπου καπιταλισμό.
4 Έπειτα η αμερικανική NSA πιάστηκε να
κατασκοπεύει φιλικές κυβερνήσεις, συμπεριλαμβανομένων κι ευρωπαϊκών,
δημιουργώντας φόβους ότι αμερικανικές εταιρείες έδωσαν στις υπηρεσίες
ασφαλείας των ΗΠΑ πρόσβαση στα ευρωπαϊκά μυστικά. Η Μέρκελ έφτασε να
ζητήσει ένα ευρωπαϊκό Ίντερνετ, προφυλαγμένο από τις ΗΠΑ.
Ο αντίπαλος
Όλα τα παραπάνω, όμως, είναι συμπτώματα. Το βασικό πρόβλημα στις
διατλαντικές σχέσεις θεωρείται ότι είναι η έλλειψη ενός μεγάλου
αντιπάλου, της κλίμακας του Ψυχρού Πολέμου με την τέως ΕΣΣΔ, που θα
μπορούσε να ενώσει Ευρώπη και ΗΠΑ στο πρόσωπο μιας κοινής απειλής.
Η μεν Κίνα μπορεί να έχει εξελιχθεί σε παίκτη πρώτης γραμμής, όμως
υπάρχει μια βαθιά οικονομική αλληλεξάρτηση στις σχέσεις της με Ευρώπη
και ΗΠΑ.
Η δε Ρωσία μπορεί να δημιουργεί προβλήματα, αλλά δεν έχει πια την
παγκόσμιας εμβέλειας στρατιωτική δύναμη και τη – για κάποιους –
ιδεολογική γοητεία που ασκούσε ως Σοβιετική Ένωση.
Χωρίς έναν κοινό υπαρξιακό εχθρό, ΗΠΑ και Ευρώπη δεν παρακινούνται
για να έρθουν πιο κοντά. Περισσότερο ανήσυχη απ’ αυτήν την απομάκρυνση
δείχνει η Αμερική, που πάντα βλέπει το ΝΑΤΟ όχι μόνο ως παράγοντα της
υπερατλαντικής επιρροής στην Ευρώπη, αλλά και ως σταθεροποιητικό
παράγοντα στη Γηραιά Ήπειρο όταν αυτή αντιμετωπίζει είτε εσωτερικά της
προβλήματα, είτε εξωτερικά της.
Αυτήν τη στιγμή τα πράγματα είναι στο πιο επικίνδυνο σημείο. Μετά
τους πολέμους σε Αφγανιστάν και Ιράκ, οι Αμερικανοί γίνονται όλο και
περισσότερο εσωστρεφείς. Ο Ντόναλντ Τραμπ αμφισβητεί ευθέως την αξία της
διατλαντικής σχέσης, έχοντας δηλώσει ότι το ΝΑΤΟ είναι απηρχαιωμένο και
υπερβολικά δαπανηρό για τους Αμερικανούς.
Ευρωπαϊκός κατακερματισμός
Η Ε.Ε., από την πλευρά της, μετά το βρετανικό δημοψήφισμα,
κινδυνεύει περισσότερο από ποτέ να κατακερματιστεί. Το Brexit, εκτός των
άλλων, αφαιρεί τον πιο στενό σύμμαχο της Ουάσιγκτον, τη Βρετανία, από
την Ε.Ε. Ίσως διαλύσει το ίδιο το Ην. Βασίλειο, αρχής γενομένης από μια
ανεξάρτητη Σκωτία, κι ενδεχομένως να πυροδοτήσει ανάλογα δημοψηφίσματα
«εξόδου» σε χώρες όπως Γαλλία, Ολλανδία, Ιταλία. Και, αντίθετα με τη
Βρετανία, οι χώρες αυτές βρίσκονται στον πυρήνα της ευρωζώνης και της
Συνθήκης Σένγκεν για τα ανοιχτά σύνορα. Τυχόν δική τους έξοδος θα
μπορούσε να διαλύσει ολόκληρο το ευρωπαϊκό πρότζεκτ.
Όμως, αντίθετα με την εποχή του Ψυχρού Πολέμου, τα υπαρξιακά ρίσκα
δεν είναι κοινά και στις δυο πλευρές του Ατλαντικού. Η έλλειψη ενός
αντίπαλου δέους και κοινού σκοπού αντικατοπτρίζεται και στο μπάτζετ του
ΝΑΤΟ, του στρατιωτικού σκέλος της διατλαντικής συμμαχίας.
Από τα 28 μέλη του ΝΑΤΟ, μόνο ΗΠΑ, Βρετανία, Ελλάδα, Πολωνία και
Εσθονία ξοδεύουν το 2% του ΑΕΠ στην άμυνα, πράγμα που αποτελεί βασική
δέσμευση του Οργανισμού. Οι ΗΠΑ δαπανούν σχεδόν τρεις φορές για την
άμυνα όσο τα υπόλοιπα 27 μέλη μαζί. Αυτό προκαλεί μόνιμη δυσφορία στους
Αμερικανούς, που, αφού ο πρωταρχικός σκοπός του ΝΑΤΟ είναι η υπεράσπιση
της Ευρώπης, όπως εκείνοι τονίζουν, θεωρούν ότι πλούσιες χώρες σαν τη
Γερμανία θα έπρεπε να έχουν μεγαλύτερη ευθύνη για την ασφάλειά τους.
Ο πρώην επικεφαλής του ΝΑΤΟ Τζέιμς Σταυρίδης έχει δηλώσει ότι η
Συμμαχία παραμένει υπερπολύτιμη, αφού, παρά τις όποιες ατέλειές της,
είναι η πιο αξιόπιστη δεξαμενή συμμάχων που έχουν οι ΗΠΑ στον κόσμο: «Θα
συνεχίσουν να έχουν τεράστια σημασία 28 άλλα έθνη με κοινές αξίες,
υψηλής τεχνολογίας στρατούς και αλληλένδετες οικονομίες».
Παρ’ όλα αυτά, όμως, γίνεται όλο και πιο ξεκάθαρο ότι τα συμφέροντα Ευρώπης και ΗΠΑ διαφοροποιούνται σε βασικά θέματα.
Η Ευρώπη αντιμετωπίζει προκλήσεις που δεν έχουν την ίδια επιρροή
στις ΗΠΑ. Μεγαλύτερη όλων (και ουσιαστικό πρόκριμα της καμπάνιας του
Brexit αλλά και ξενοφοβικών, ακροδεξιών κομμάτων σε πολλές ευρωπαϊκές
χώρες), το προσφυγικό. Μόνο μέσα στο 2015 έγιναν πάνω από 1,8 εκατ.
παράνομες διελεύσεις συνόρων προς την Ευρώπη.
Ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Τζον Κέρι δήλωσε πέρυσι ότι οι
ΗΠΑ, με πληθυσμό 310 εκατ. ανθρώπους, πρόκειται φέτος να δεχθούν 85.000
πρόσφυγες απ’ όλο τον κόσμο, αλλά μόλις 10.000 από τη Συρία. Συγκριτικά,
η Γερμανία, μια χώρα με πληθυσμό 80 εκατομμυρίων, είδε στα εδάφη της
1,1 εκατ. Οι ΗΠΑ προφανώς δεν βλέπουν καν ως πρόβλημα την προσφυγική
κρίση, τουλάχιστον όχι όπως η Ευρώπη.
Ακόμη και στην τρομοκρατία, βασική προτεραιότητα για Ευρώπη και
ΗΠΑ, οι δυο πλευρές απομακρύνονται. Ήταν ενδεικτικό ότι μετά τις
επιθέσεις στο Παρίσι τον περασμένο Νοέμβριο, η γαλλική κυβέρνηση δεν
στράφηκε για στρατιωτική υποστήριξη στο ΝΑΤΟ, το οποίο δεσμεύεται από τη
συνθήκη να υπερασπίζεται τα μέλη του. Αντιθέτως, η Γαλλία στράφηκε προς
την Ε.Ε., ενεργοποιώντας έναν σπανίως επικαλούμενο όρο της Συνθήκης της
Λισσαβώνας για βοήθεια από άλλα κράτη - μέλη της Ε.Ε. Κι αυτό επειδή
μια έκκληση προς το ΝΑΤΟ θα ήταν πιο χρονοβόρα διαδικασία.
Το θέμα της Ρωσίας αποτελεί άλλον έναν βασικό παράγοντα διαφωνιών.
Ευρώπη και ΗΠΑ δεν πρόκειται ποτέ να συμφωνήσουν πλήρως στο πώς να
χειριστούν τη Ρωσία, κυρίως επειδή η Ευρώπη είναι πολύ πιο ευάλωτη σε
προβλήματα που μπορεί να προκαλέσει η Μόσχα. Ακόμη και πριν από τις
οικονομικές κυρώσεις μετά την Ουκρανία, οι εξαγωγές των ΗΠΑ προς Ρωσία
ήταν το 2013 μόλις 11 δισ. δολάρια και οι αμερικανικές εισαγωγές από την
Ρωσία 27 δισ. Η Ρωσία ήταν ο 23ος εμπορικός εταίρος των ΗΠΑ.
Όμως για την Ευρώπη, η Ρωσία είναι ο τρίτος μεγαλύτερος εμπορικός
εταίρος. Η Γερμανία και οι περισσότερες ανατολικοευρωπαϊκές χώρες
χρειάζονται τη ρωσική ενέργεια, ενώ η Γαλλία τα ρωσικά συμβόλαια για
στρατιωτικό εξοπλισμό. Ελλάδα, Κύπρος και Ιταλία ήδη κριτικάρουν τις
ευρωπαϊκές κυρώσεις, αν και ακόμη δεν είναι έτοιμες να ψηφίσουν
ενάντια.
Ο διχασμός Ε.Ε. - ΗΠΑ σχετικά με τη Ρωσία, διχασμός που ο Πούτιν
έχει κάνει μεγάλες προσπάθειες για να τον βαθύνει, θα υπάρχει για χρόνια
στο μέλλον.
Οι δισταγμοί της Ευρώπης στο ζήτημα της Ρωσίας είναι ενδεικτικό του
ότι οι ευρωπαϊκές και οι αμερικανικές αξίες διαφοροποιούνται. Οι
απόλυτα σαφείς, ξεκάθαρες, ιδεολογικές επιλογές κατά την περίοδο του
Ψυχρού Πολέμου είχαν συσκοτίσει τις διαφορές σε οικονομία και πολιτική
και ανάμεσα στα κράτη της Ευρώπης και ανάμεσα σε Ευρώπη - ΗΠΑ. Όμως
αυτές οι διαφορές είναι πια αδύνατο να αγνοηθούν και η
μετα-ψυχροπολεμική εποχή έφερε κι άλλες ανταγωνιζόμενες αξίες μέσα στο
διεθνές σύστημα, από τον κινεζικού τύπου κρατικό καπιταλισμό μέχρι τη
διαχείριση από τη Ρωσία των ενεργειακών εξαγωγών ως πολιτικού όπλου.
Την ίδια στιγμή, Ευρώπη και ΗΠΑ βιώνουν τις δικές τους ξεχωριστές
κρίσεις ταυτότητας. Στην Ευρώπη, οι τεράστιες ροές κυρίως μουσουλμάνων
προσφύγων και μεταναστών και η διαμάχη σχετικά με το πόσους πρέπει να
δέχεται η κάθε χώρα - μέλος έρχονται σε εποχή όξυνσης του φόβου για τη
μουσουλμανική τρομοκρατία, πυροδοτώντας την αντίδραση των Ευρωπαίων
ψηφοφόρων, που ήδη είναι εξοργισμένοι με τους γραφειοκράτες στις
Βρυξέλλες.
Το αποτέλεσμα είναι η άνοδος λαικϊστικών, ξενοφοβικών και
ακροδεξιών κομμάτων. Σε Γερμανία, Γαλλία, Αυστρία, Σουηδία, Ελβετία
τέτοια κόμματα ήδη πήραν διψήφια ποσοστά σε πρόσφατες εκλογές.
Η Ευρώπη αντιμετωπίζει ακόμη αποσχιστικές απειλές, πράγμα που δεν
αντιμετωπίζουν οι ΗΠΑ. Το Brexit πιθανότατα να φέρει ένα δεύτερο
δημοψήφισμα στη Σκωτία. Οι Καταλανοί απειλούν να ανεξαρτητοποιηθούν από
την Ισπανία. Η Ευρώπη είναι ευάλωτη, διαχωρισμένη και ανασφαλής.
Για τους Αμερικανούς ψηφοφόρους τώρα, οι «γραφειοκράτες» των δικών
τους Βρυξελλών βρίσκονται στην Ουάσιγκτον. Αυτό το κύμα δυσαρέσκειας
έχει «καβαλήσει» ο Τραμπ. Το πολιτικό κλίμα κατά των εμπορικών συμφωνιών
είναι τόσο σκληρό, που μέχρι και η υπέρ του εμπορίου Χίλαρι Κλίντον,
πιθανότατα η επόμενη πρόεδρος των ΗΠΑ, παριστάνει ότι αντιτίθεται σε
κάθε νέο εμπορικό ντιλ.
Μπορεί Ευρώπη και ΗΠΑ να είναι δυνατότερες μαζί, όμως η Ουάσιγκτον
ανησυχεί ότι η διατλαντική συμμαχία αρχίζει να γίνεται κούφια και ότι οι
εξαρτήσεις από κινεζικές επενδύσεις, ρωσική ενέργεια και συνεργασία
αυταρχικών κυβερνήσεων, όπως της Τουρκίας, θα δημιουργήσουν προβλήματα
και «εκπτώσεις» σε πολιτικές αρχές.
Ευρώπη και ΗΠΑ αναμένεται να κάνουν συγκεκριμένα βήματα, αν θέλουν να σώσουν τη σχέση τους.
Κατ’ αρχάς, να δείξουν ότι το ΝΑΤΟ μπορεί να ενδυναμώσει την
ασφάλεια κάθε χώρας - μέλους. Αυτό μπορεί να σημάνει επέκταση των
δράσεων για να βοηθήσει με την αντιμετώπιση της προσφυγικής κρίσης.
Με σκοπό την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης μετά τα σκάνδαλα
κατασκοπείας και τη διεύρυνση της αντιτρομοκρατικής δράσης, η Ουάσιγκτον
εξετάζει το ενδεχόμενο να επενδύσει σε ένα κοινό πρόγραμμα
παρακολούθησης με τις υπόλοιπες συμμάχους του ΝΑΤΟ.
Βέβαια, αυτό που επίσης θα έπρεπε να γίνει, θα ήταν να πάρουν οι
ΗΠΑ έναν πολύ μεγαλύτερο αριθμό προσφύγων από τη Μ. Ανατολή, για να
βοηθήσουν στην ελάφρυνση του βάρους που μόνη της σηκώνει η Ευρώπη.
Οι χώρες - μέλη του ΝΑΤΟ δεσμεύονται μέσω της Συνθήκης να
υπερασπίζονται η μια την άλλη, όμως πολλές δεν δείχνουν ιδιαίτερη
προθυμία.
Τα ποσοστα υποστήριξης στην κοινή γνώμη σε χώρες - μέλη του ΝΑΤΟ
για τη χρήση στρατιωτικής δύναμης με σκοπό την υπεράσπιση συμμάχου χώρας
είναι ενδεικτικά:
◆ ΗΠΑ 56%
◆ Βρετανία 49%
◆ Γαλλία 47%
◆ Ιταλία 40%
◆ Γερμανία 38%.
ΒΑΣΙΛΗΣ ΓΑΛΟΥΠΗΣ
topontiki.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου