Μείωση της τάξης του 20% έχει καταγράψει τα τελευταία
χρόνια η καλλιέργεια ρυζιού στην Ευρώπη,
...παρότι η κατανάλωση έχει αυξηθεί κατά 7%, λόγω της αύξησης των εισαγωγών από τρίτες χώρες, κυρίως την Καμπότζη και τη Μιανμάρ.
Αυτά αναφέρθηκαν μεταξύ άλλων από τους ομιλητές του 1ου Πανελλήνιου Συνεδρίου Ρυζιού «Το Ρύζι είναι η ζωή μας», που διοργανώθηκε την Παρασκευή 25 Ιανουαρίου στη Θεσσαλονίκη από τον Σύνδεσμο Ορυζόμυλων Ελλάδος .
Η πρόεδρος του Συνδέσμου, Γεωργία Κωστηνάκη ανέφερε ότι η Ελλάδα είναι η 4η χώρα σε ευρωπαϊκό επίπεδο σε ό,τι αφορά τον όγκο της παραγωγής ρυζιού, με ποσοστό συμμετοχής 5,49% (πρώτη είναι η Ιταλία, που παράγει το 52,2% της ευρωπαϊκής παραγωγής και ακολουθεί η Ισπανία με 25,8%).
Η ελληνική παραγωγή ρυζιού καταγράφει μείωση της τάξης του 18,3%, που οφείλεται στη μείωση της παραγωγής κατά 64,22% της ποικιλίας indica, και αύξηση κατά 40,62% της παραγωγής japonica.
Η κ. Κωστηνάκη σε ό,τι αφορά την Ευρώπη, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε, σήμερα καλλιεργούνται 416.000 εκτάρια, με τη συνολική παραγωγή να ανέρχεται σε 2,8 εκατ. τόνους ετησίως (75% japonica, στο οποίο η ΕΕ είναι αυτάρκης και 25% indica, στο οποίο παρατηρείται η εισαγωγή μεγάλων ποσοτήτων).
Σύμφωνα με τον νέο κανονισμό της ΕΕ για τις εισαγωγές ρυζιού από τη Μιανμάρ και την Καμπότζη (που αφορά το ημιεπεξεργασμένο, λευκασμένο και parboiled indica ρύζι) προβλέπεται η επιβολή μειούμενων δασμών την επόμενη τριετία και συγκεκριμένα: το πρώτο έτος 175 ευρώ ανά τόνο, το δεύτερο 150 ευρώ και το τρίτο 125 ευρώ.
«Η ΕΕ ζητά κυρίως indica, ενώ η Ελλάδα carolina. Στόχος μας θα πρέπει να είναι να επιστρέψουμε στην παραγωγή του 2011 και τα 33.000 εκτάρια», ανέφερε η κ. Κωστηνάκη.
Η συνεργάτης του υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Σταύρου Αραχωβίτη, Γεωργία Κωστοπούλου, αναφέρθηκε στη μεγάλη σημασία της διεπαγγελματικής οργάνωσης του ελληνικού ρυζιού.
Η αντιπεριφερειάρχης Αγροτικής Οικονομίας Κεντρικής Μακεδονίας, Γερακίνα Μπισμπινά, σύμφωνα με το voria.gr, είπε ότι ο αγροδιατροφικός τομέας της περιφέρειας προσφέρει 25% στο συνολικό ΑΕΠ της, ενώ ανέρχεται στο 26% του πανελλαδικού αγροδιατροφικού ΑΕΠ. Όπως ανέφερε, η Κεντρική Μακεδονία παράγει το 85% της ελληνικής καλλιέργειας ρυζιού, με 245.000 στρέμματα. «Πρέπει να δημιουργηθεί ένα ισχυρό brand name του ρυζιού της περιοχής μας και να ενισχυθούν οι νέοι αγρότες. Έχουμε ανάγκη από καινοτόμες προτάσεις», σημείωσε.
Ο πρόεδρος του Συνδέσμου Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος (ΣΒΒΕ), Αθανάσιος Σαββάκης υπογράμμισε την ανάγκη ο πρωτογενής τομέας, σε συνέργεια με τον δευτερογενή, να ξαναγίνει πυλώνας ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και τόνισε πως πρέπει να τεθεί ως στόχος η παραγωγή προϊόντων υψηλής ποιότητας.
Την ανάγκη συνεργασίας των ευρωπαίων παραγωγών και μεταποιητών ρυζιού επεσήμανε ο πρόεδρος του Εθνικού Οργανισμού Ρυζιού της Ιταλίας, Paolo Carra, ενώ ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ευρωπαϊκών Ορυζόμυλων, Ernesto Morgado αναφέρθηκε στις επιπτώσεις του Brexit, το οποίο, όπως είπε, μπορεί να φέρει απώλειες 10 δισ. ευρώ ετησίως στον προϋπολογισμό της ΕΕ.
«Σε περίπτωση ενός σκληρού Brexit, οι χώρες που θα επηρεαστούν περισσότερο είναι η Ελλάδα, η Ισπανία και η Πορτογαλία, καθώς το ευρωπαϊκό ρύζι θα πρέπει να ανταγωνιστεί το φθηνότερο μη ευρωπαϊκό στη βρετανική αγορά», ανέφερε.
Στην αύξηση της κατανάλωσης ρυζιού κατά 7% στην Ευρώπη τα τελευταία 10 χρόνια (λόγω προσφύγων-μεταναστών, γήρανσης του πληθυσμού, αύξηση της δυσανεξίας στη γλουτένη κτλ) και στην παράλληλη μείωση της παραγωγής indica, η καλλιέργεια της οποίας είναι μη ανταγωνιστική, λόγω των εισαγωγών από τρίτες χώρες.
Ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του Kouimtzis Group, Αθανάσιος Κουιμτζής, τόνισε πως η ανάπτυξη της παραγωγής ρυζιού πρέπει να στηριχθεί στην ποιότητα, μέσω του εκσυγχρονισμού των αγροτικών μηχανημάτων και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, καθώς «η αύξηση της παραγωγής περνά μέσα από την αποδοτικότερη χρήση της γης».
Ο ίδιος αναφέρθηκε στον γερασμένο στόλο των αγροτικών μηχανημάτων στην Ελλάδα, που με μέσο όρο τα 23 έτη, είναι τα παλαιότερα στην Ευρώπη (ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι τα 16 έτη), ενώ και η μέση ισχύς τους (περίπου 100 ίπποι) είναι χαμηλότερη από τον μέσο όρο της ΕΕ (140 ίπποι).
«Το χαμηλό τεχνολογικό επίπεδο αυξάνει το κόστος και φέρνει χαμηλή παραγωγή», επεσήμανε ο κ. Κουιμτζής.
Πηγή: businessnews.gr
...παρότι η κατανάλωση έχει αυξηθεί κατά 7%, λόγω της αύξησης των εισαγωγών από τρίτες χώρες, κυρίως την Καμπότζη και τη Μιανμάρ.
Αυτά αναφέρθηκαν μεταξύ άλλων από τους ομιλητές του 1ου Πανελλήνιου Συνεδρίου Ρυζιού «Το Ρύζι είναι η ζωή μας», που διοργανώθηκε την Παρασκευή 25 Ιανουαρίου στη Θεσσαλονίκη από τον Σύνδεσμο Ορυζόμυλων Ελλάδος .
Η πρόεδρος του Συνδέσμου, Γεωργία Κωστηνάκη ανέφερε ότι η Ελλάδα είναι η 4η χώρα σε ευρωπαϊκό επίπεδο σε ό,τι αφορά τον όγκο της παραγωγής ρυζιού, με ποσοστό συμμετοχής 5,49% (πρώτη είναι η Ιταλία, που παράγει το 52,2% της ευρωπαϊκής παραγωγής και ακολουθεί η Ισπανία με 25,8%).
Η ελληνική παραγωγή ρυζιού καταγράφει μείωση της τάξης του 18,3%, που οφείλεται στη μείωση της παραγωγής κατά 64,22% της ποικιλίας indica, και αύξηση κατά 40,62% της παραγωγής japonica.
Η κ. Κωστηνάκη σε ό,τι αφορά την Ευρώπη, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε, σήμερα καλλιεργούνται 416.000 εκτάρια, με τη συνολική παραγωγή να ανέρχεται σε 2,8 εκατ. τόνους ετησίως (75% japonica, στο οποίο η ΕΕ είναι αυτάρκης και 25% indica, στο οποίο παρατηρείται η εισαγωγή μεγάλων ποσοτήτων).
Σύμφωνα με τον νέο κανονισμό της ΕΕ για τις εισαγωγές ρυζιού από τη Μιανμάρ και την Καμπότζη (που αφορά το ημιεπεξεργασμένο, λευκασμένο και parboiled indica ρύζι) προβλέπεται η επιβολή μειούμενων δασμών την επόμενη τριετία και συγκεκριμένα: το πρώτο έτος 175 ευρώ ανά τόνο, το δεύτερο 150 ευρώ και το τρίτο 125 ευρώ.
«Η ΕΕ ζητά κυρίως indica, ενώ η Ελλάδα carolina. Στόχος μας θα πρέπει να είναι να επιστρέψουμε στην παραγωγή του 2011 και τα 33.000 εκτάρια», ανέφερε η κ. Κωστηνάκη.
Η συνεργάτης του υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Σταύρου Αραχωβίτη, Γεωργία Κωστοπούλου, αναφέρθηκε στη μεγάλη σημασία της διεπαγγελματικής οργάνωσης του ελληνικού ρυζιού.
Η αντιπεριφερειάρχης Αγροτικής Οικονομίας Κεντρικής Μακεδονίας, Γερακίνα Μπισμπινά, σύμφωνα με το voria.gr, είπε ότι ο αγροδιατροφικός τομέας της περιφέρειας προσφέρει 25% στο συνολικό ΑΕΠ της, ενώ ανέρχεται στο 26% του πανελλαδικού αγροδιατροφικού ΑΕΠ. Όπως ανέφερε, η Κεντρική Μακεδονία παράγει το 85% της ελληνικής καλλιέργειας ρυζιού, με 245.000 στρέμματα. «Πρέπει να δημιουργηθεί ένα ισχυρό brand name του ρυζιού της περιοχής μας και να ενισχυθούν οι νέοι αγρότες. Έχουμε ανάγκη από καινοτόμες προτάσεις», σημείωσε.
Ο πρόεδρος του Συνδέσμου Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος (ΣΒΒΕ), Αθανάσιος Σαββάκης υπογράμμισε την ανάγκη ο πρωτογενής τομέας, σε συνέργεια με τον δευτερογενή, να ξαναγίνει πυλώνας ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και τόνισε πως πρέπει να τεθεί ως στόχος η παραγωγή προϊόντων υψηλής ποιότητας.
Την ανάγκη συνεργασίας των ευρωπαίων παραγωγών και μεταποιητών ρυζιού επεσήμανε ο πρόεδρος του Εθνικού Οργανισμού Ρυζιού της Ιταλίας, Paolo Carra, ενώ ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ευρωπαϊκών Ορυζόμυλων, Ernesto Morgado αναφέρθηκε στις επιπτώσεις του Brexit, το οποίο, όπως είπε, μπορεί να φέρει απώλειες 10 δισ. ευρώ ετησίως στον προϋπολογισμό της ΕΕ.
«Σε περίπτωση ενός σκληρού Brexit, οι χώρες που θα επηρεαστούν περισσότερο είναι η Ελλάδα, η Ισπανία και η Πορτογαλία, καθώς το ευρωπαϊκό ρύζι θα πρέπει να ανταγωνιστεί το φθηνότερο μη ευρωπαϊκό στη βρετανική αγορά», ανέφερε.
Στην αύξηση της κατανάλωσης ρυζιού κατά 7% στην Ευρώπη τα τελευταία 10 χρόνια (λόγω προσφύγων-μεταναστών, γήρανσης του πληθυσμού, αύξηση της δυσανεξίας στη γλουτένη κτλ) και στην παράλληλη μείωση της παραγωγής indica, η καλλιέργεια της οποίας είναι μη ανταγωνιστική, λόγω των εισαγωγών από τρίτες χώρες.
Ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του Kouimtzis Group, Αθανάσιος Κουιμτζής, τόνισε πως η ανάπτυξη της παραγωγής ρυζιού πρέπει να στηριχθεί στην ποιότητα, μέσω του εκσυγχρονισμού των αγροτικών μηχανημάτων και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, καθώς «η αύξηση της παραγωγής περνά μέσα από την αποδοτικότερη χρήση της γης».
Ο ίδιος αναφέρθηκε στον γερασμένο στόλο των αγροτικών μηχανημάτων στην Ελλάδα, που με μέσο όρο τα 23 έτη, είναι τα παλαιότερα στην Ευρώπη (ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι τα 16 έτη), ενώ και η μέση ισχύς τους (περίπου 100 ίπποι) είναι χαμηλότερη από τον μέσο όρο της ΕΕ (140 ίπποι).
«Το χαμηλό τεχνολογικό επίπεδο αυξάνει το κόστος και φέρνει χαμηλή παραγωγή», επεσήμανε ο κ. Κουιμτζής.
Πηγή: businessnews.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου