Ήταν ένα μικρό καράβι
που ήταν αταξίδευτο
Κι έκανε ένα μακρύ ταξίδι
μέσα εις τη Μεσόγειο
Και σε πέντε έξι εβδομάδες
σωθήκαν όλες οι τροφές
Και τότε ρίξανε τον κλήρο
να δούνε ποιος θα φαγωθεί
Κι ο κλήρος πέφτει στον πιο νέο
που ήταν αταξίδευτος
Οέ, Οέ, Οέ, Οέ.
που ήταν αταξίδευτο
Κι έκανε ένα μακρύ ταξίδι
μέσα εις τη Μεσόγειο
Και σε πέντε έξι εβδομάδες
σωθήκαν όλες οι τροφές
Και τότε ρίξανε τον κλήρο
να δούνε ποιος θα φαγωθεί
Κι ο κλήρος πέφτει στον πιο νέο
που ήταν αταξίδευτος
Οέ, Οέ, Οέ, Οέ.
Χάνεται στο βάθος της παιδικής μου ανάμνησης, η «πρεμιέρα» του ακούσματος, αυτού του, κατά τα άλλα, «παιδικού» με κανιβαλικές προεκτάσεις τραγουδιού. Δεν νομίζω πως μπορεί να υπάρχει ούτε ένας ή μία, ακόμα και από τους ομογενείς, Έλληνας, που να μην έχει τραγουδήσει το συγκεκριμένο τραγουδάκι.
Βέβαια τότε, τόσο εμείς τα παιδιά, όσο οι γονείς και δάσκαλοι, αδυνατούσαμε να καταλάβουμε τα «υψηλά» νοήματα και τον προφητικό προϊδεασμό, που προσπάθησε να μας περάσει ο άγνωστος δημιουργός του. Σαν ένας άνθρωπος που είχε γυρίσει από το αύριο, «back to future» του Ρόμπερτ Ζεμέκις και προσπαθούσε να μας πάει πίσω στο μέλλον του.
Κι όμως μετά από μισό αιώνα και βάλε, γίνεται πραγματικότητα ή μάλλον μια Αριστοφανική πραγματικότητα, όσο ακραία κι αν φαίνεται αυτή η άποψη.
Ήταν ένα μικρό καράβι που έπλεε στο κόσμο του, χρόνια και χρόνια χωρίς σκοπό και προορισμό. Μέσα του είχε πάντα το ίδιο πλήρωμα και τους ίδιους επιβάτες, που όποτε αρχινούσαν να διαμαρτύρονται για την δική τους «Ιθάκη», ο κατά περίσταση καπετάνιος τους έδειχνε κάποια μακρινά αχνά και γαλάζια βουνά σαν το τέλος του προορισμού τους, μαζί με κάποια βελτίωση του συσσιτίου και οι αντιδράσεις κόπαζαν.
Στο μακρύ αυτό ταξίδι, κάποιοι από τους επιβάτες κατά καιρούς βουτούσαν στη θάλασσα να βρουν μια άλλη τύχη, σε άγνωστες ακτές και πολλές φορές σε ερημονήσια. Όσο το καράβι ήταν σε στιβαρά θαλασσοδαρμένα χέρια είχε τουλάχιστον, το καράβι, μια σταθερή πορεία, πάντα όμως στο άγνωστο ή στον αντικατοπτρισμό του καπετάνιου. Όταν όμως το καράβι έπεσε σε χέρια άπειρων και ανίδεων Αξιωματικών του Λογιστηρίου, άρχισε να «κάνει νερά».
Σε κάθε θαλασσοταραχή ή «τσουνάμι» έχανε και κάποια κύρια εξαρτήματα από τα άρμενά του, μέχρι που κάποιος καπετάνιος κατόρθωσε να το νηολογήσει σε κάποιο παραπλέοντα στόλο, για να έχει την προστασία του. Όσο ήταν στο μέσο του στόλου, προστατευόταν από τα ξαφνικά και καταστροφικά κύματα, γιατί έπλεε στα απόνερα κάποιας φρεγάτας ή θωρηκτού.
Όμως όλο αυτό το διάστημα, αν και ήταν ένας «φτωχός συγγενής» της νηοπομπής και για άλλους ανάδελφο, εξέφραζε απόψεις και «βέτο» για την πορεία του στόλου και με διαπλοκές και κουτοπονηριές παρενοχλούσε την ναυαρχίδα του στόλου.
Όλα αυτά μέχρι που την Ναυαρχίδα την κατέλαβε ένας Ναύαρχος απαιτητικός και αυταρχικός και διέταξε το μικρό μας καράβι να πλέει στα άκρα του στόλου και να δοκιμάζει κάποιες πειραματικές τακτικές πλεύσης, έτσι ώστε να έχει το καραβάκι μας το μυαλό του περισσότερο στην επιβίωση παρά στα διοικητικά του στόλου.
Απροστάτευτο στις παρυφές της νηοπομπής, δεχόταν όχι μόνο τα κύματα της ανοικτής θάλασσας αλλά και τα απόνερα όλου του στόλου και ήταν σε μια διαρκή τρικυμία σαν καρυδότσουφλο σε θεομηνία. Μέχρι που κάποιο τεράστιο κύμα, ήρθε από την διασταύρωση με κάποιον άλλο παραπλέοντα στόλο και το βασανισμένο σαπιοκάραβο, εξέπεμψε sos. Πλήρωμα και επιβάτες επιβιβάστηκαν στις σαθρές σωστικές λέμβους και παλεύοντας με τα κύματα ανέμεναν την σωτηρία από το στόλο.
Η σωτηρία ήρθε, αλλά οι όροι της σωτηρίας ήταν δυσβάστακτοι και θα έπρεπε όλοι τους να ξεχάσουν τον ανέμελο τρόπο ζωής που είχαν μάθει όλα αυτά τα χρόνια. Κάποιοι αποκάλεσαν την κατάσταση που είχαν περιέλθει σαν «Σκύλλα και Χάρυβδη» και κάποιοι άλλοι, πιο ρεαλιστές, σαν την μοναδική ευκαιρία να επισκευάσουν συθέμελα το καράβι και σαν ευκαιρία για μια νέα αρχή.
Βέβαια αυτές τις δύσκολες στιγμές, όταν σου απλώνεται ένα χέρι βοήθειας, δεν κοιτάς αν είναι λερωμένο ή αν έχει άλλο χρώμα ούτε διαπραγματεύεσαι να σε βάλουν σε ατομική κουκέτα αντί τουριστικής θέσης στο κατάστρωμα. Απλά αρπάζεσαι, από τα μαλλιά που λένε, ακόμα και να σε βάλουν να κάνεις «άγριο κουπί» και όταν πια σταθείς στα πόδια σου και έχεις κάνει ένα προγεφύρωμα στην καινούρια σου ζωή, τότε μπορείς να διεκδικήσεις, εκ του ασφαλούς πλέον, τους όρους της συνύπαρξής σου στο στόλο.
Τότε και μόνο τότε μπορείς να κάνεις πολιτική και καλλιστεία προσφορών και επιλογή ναύλου. Δεν είναι διαπραγματεύσιμη η θέση του ναυαγού, ούτε θα σε περιμένουν για πολύ να αποφασίσεις αν θα σωθείς ή αν θα πας στο πάτο μαζί με το καραβάκι σου αύτανδρο.
Βασίλης Α. Βαφιάδης
Σέρρες, 8.6.2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου