Νομική βοήθεια σε πολίτες χαμηλού εισοδήματος
Πολίτες χαμηλού εισοδήματος δικαιούνται παροχή δωρεάν νομικής βοήθειας, δηλαδή τη χορήγηση δικηγόρου, δικαστικού επιμελητή ή συμβολαιογράφου, σε υποθέσεις ποινικού, αστικού και εμπορικού δικαίου κάθε βαθμού.
Σε αυτές περιλαμβάνονται οι διαφορές διαζυγίου, διατροφής, επιμέλειας κι επικοινωνίας, προσβολής, αναγνώρισης πατρότητας κ.α.
Τη νομική βοήθεια δικαιούνται οι Έλληνες πολίτες, οι πολίτες της ΕΕ, αλλά και οι πολίτες τρίτου κράτους ή οι ανιθαγενείς, εφόσον έχουν νομίμως κατοικία ή συνήθη διαμονή στην Ελλάδα.
Πολίτες χαμηλού εισοδήματος, δικαιούχοι νομικής βοήθειας, είναι εκείνοι των οποίων το ετήσιο οικογενειακό εισόδημα δεν υπερβαίνει τα δύο τρίτα των κατώτατων ετήσιων ατομικών αποδοχών που προβλέπει η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας
Η νομική βοήθεια παρέχεται ύστερα από αίτηση του δικαιούχου και προβλέπεται από τον νόμο 3226/2004 όπως ισχύει μετά την τροποποίηση και συμπλήρωση του από τον νόμο 4274/2014
ΝΟΜΟΣ 3226/2004 ΦΕΚ 24/Α/ 4/4.2.2004
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α
ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 1 – Δικαιούχοι νομικής βοήθειας
1. Δικαιούχοι νομικής βοήθειας είναι οι χαμηλού εισοδήματος πολίτες κράτους – μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δικαιούχοι είναι, επίσης, οι χαμηλού εισοδήματος πολίτες τρίτου κράτους και ανιθαγενείς, εφόσον έχουν, νομίμως, κατοικία ή συνήθη διαμονή στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
2. Πολίτες χαμηλού εισοδήματος, δικαιούχοι νομικής βοήθειας, είναι εκείνοι των οποίων το ετήσιο οικογενειακό εισόδημα δεν υπερβαίνει τα δύο τρίτα των κατώτατων ετήσιων ατομικών αποδοχών που προβλέπει η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας. Σε περίπτωση ενδο-οικογενειακής διαφοράς ή διένεξης, δεν λαμβάνεται υπόψη το εισόδημα εκείνου με τον οποίο υπάρχει η διαφορά ή διένεξη.
Άρθρο 2 – Διαδικασία
1. Η νομική βοήθεια παρέχεται ύστερα από αίτηση του δικαιούχου. Η αίτηση αναφέρει συνοπτικά το αντικείμενο της δίκης ή της πράξης και τα στοιχεία που βεβαιώνουν τη συνδρομή των προϋποθέσεων για την παροχή της βοήθειας.
2. Στην αίτηση επισυνάπτονται τα αναγκαία δικαιολογητικά αποδεικτικά της οικονομικής καταστάσεως (ιδίως αντίγραφο φορολογικής δήλωσης ή βεβαίωση του εφόρου ότι δεν υποχρεούται σε υποβολή δήλωσης, αντίγραφο δήλωσης περιουσιακής καταστάσεως, εκκαθαριστικού σημειώματος, ΑΦΜ, βεβαιώσεις υπηρεσιών κοινωνικής πρόνοιας, ένορκες βεβαιώσεις) και αποδεικτικά της κατά την πρώτη παράγραφο του άρθρου 1 κατοικίας ή διαμονής, εάν πρόκειται για πολίτη τρίτου κράτους.
3. Η αίτηση και τα δικαιολογητικά υποβάλλονται δεκαπέντε τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δίκη ή την πράξη για την οποία ζητείται η παροχή νομικής βοήθειας. Η προθεσμία μπορεί να συντιμηθεί σε περίπτωση μεταγενέστερης κλήτευσης. Η διαδικασία διεξάγεται ατελώς και δεν είναι υποχρεωτική η παράσταση με δικηγόρο.
4. Για την παραδοχή της αίτησης αρκεί πιθανολόγηση. Ο αρμόδιος για την εξέτασή της δικαστής μπορεί να εξετάσει μάρτυρες, καθώς και τον αιτούντα, με όρκο ή χωρίς όρκο, να συγκεντρώσει κάθε αναγκαία πληροφορία και στοιχείο και να διατάξει την κλήτευση του αντιδίκου.
5. Η αποδοχή ή απόρριψη της αίτησης πρέπει να είναι αιτιολογημένη. Νέα αίτηση μπορεί να υποβληθεί σε περίπτωση μεταβολής των πραγματικών περιστατικών. Συμπληρωματική αίτηση επιτρέπεται σε κάθε περίπτωση.
Άρθρο 3 – Διορισμός συνηγόρου υπηρεσίας
1. Σε περίπτωση διορισμού δικηγόρου, η επιλογή γίνεται βάσει καταστάσεως που καταρτίζει ο οικείος Δικηγορικός Σύλλογος. Κάθε Δικηγορικός Σύλλογος συντάσσει μηνιαία κατάσταση των δικηγόρων υπηρεσίας του επόμενου μήνα, ξεχωριστά για ποινικές υποθέσεις και για υποθέσεις αστικού και εμπορικού χαρακτήρα, και την αποστέλλει στο οικείο Δικαστήριο. Παράλληλα, συντάσσει και αποστέλλει ημερήσια κατάσταση με ικανό αριθμό δικηγόρων για την παροχή νομικής βοήθειας στην ανάκριση και στην εκδίκαση κακουργημάτων και αυτόφωρων πλημμελημάτων. Διαγράφεται από τον πίνακα και δεν μπορεί να γραφεί στο μέλλον δικηγόρος που αρνήθηκε να αναλάβει ή εγκατέλειψε το έργο της υπεράσπισης χωρίς σπουδαίο λόγο, κατά την κρίση του δικαστή ή του προέδρου που διευθύνει το δικαστήριο. Οι τελευταίοι συντάσσουν έκθεση που αποστέλλεται στο Δικηγορικό Σύλλογο.
«Στις ανωτέρω καταστάσεις δεν περιλαμβάνονται δικηγόροι, η αμοιβή των οποίων κατά το τρέχον ημερολογιακό έτος έχει υπερβεί το ποσό που ορίζεται στην παράγραφο 3.» (άρθρο 40 NOMOΣ 4274/2014 – ΦΕΚ Α 147 – 14.07.2014)
2. Οι συνήγοροι υπηρεσίας ορίζονται κατ” αλφαβητική σειρά από την αντίστοιχη κατάσταση του Δικηγορικού Συλλόγου. Σε περίπτωση παράλειψης αποστολής της ημερήσιας κατάστασης, η επιλογή γίνεται από τη μηνιαία κατάσταση. Σε περίπτωση παράλειψης αποστολής της μηνιαίας κατάστασης, η επιλογή γίνεται από όλους τους δικηγόρους του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου. Κατ” εξαίρεση, εάν ζητηθεί, μπορεί να οριστεί ο δικηγόρος που έχει χειριστεί, στο πλαίσιο του συστήματος νομικής βοήθειας, την ίδια υπόθεση σε προηγούμενο στάδιο.
«Στις ανωτέρω περιπτώσεις μη αποστολής των καταστάσεων, ο οριζόμενος συνήγορος δηλώνει υπευθύνως ότι η αμοιβή, την οποία δικαιούται για την παροχή νομικής βοήθειας κατά το τρέχον δικαστικό έτος, δεν υπερβαίνει το οριζόμενο στην επόμενη παράγραφο ποσό.» (άρθρο 40 NOMOΣ 4274/2014 – ΦΕΚ Α 147 – 14.07.2014)
3. Κάθε δικηγόρος μπορεί να χρεωθεί με μόνο μία υπόθεση. Ως μία υπόθεση θεωρείται και η συνεκδίκαση περισσότερων υποθέσεων του ίδιου προσώπου ή περισσότερων προσώπων λόγω ομοδικίας, συναιτιότητας ή συνάφειας.
«Η ετήσια αμοιβή των δικηγόρων στους οποίους ανατίθεται η νομική βοήθεια δεν μπορεί να υπερβαίνει τις δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) ευρώ. Το ποσό της αμοιβής του δικηγόρου προκύπτει από ειδικό γραμμάτιο το οποίο εκδίδεται κάθε φορά από τον οικείο δικηγορικό σύλλογο, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων. Σε περίπτωση υπερβάσεως του ανωτάτου ποσού αμοιβής, το επιπλέον ποσό δεν καταβάλλεται στον συνήγορο, εκτός εάν πρόκειται για υπόλοιπο προηγούμενης παράστασής του ή για πολυήμερη δικαστική διαδικασία. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων το ποσό αυτό μπορεί να αυξομειώνεται. Ο υπολογισμός της συνολικής ετήσιας αμοιβής γίνεται για το διάστημα από 15 Σεπτεμβρίου έως και τις 14 Σεπτεμβρίου του επομένου έτους. Η ισχύς της παρούσας διάταξης αρχίζει από τη 15η Σεπτεμβρίου 2014.» (άρθρο 40 NOMOΣ 4274/2014 – ΦΕΚ Α 147 – 14.07.2014)
4. Ο διοριζόμενος δικηγόρος, συμβολαιογράφος ή δικαστικός επιμελητής έχει υποχρέωση να δεχθεί και εκτελέσει την εντολή δίχως αξίωση προκαταβολής αμοιβής ή δικαιωμάτων.
«5. Εφόσον ο διάδικος ανήκει στους δικαιούχους νομικής βοήθειας που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 1, ο εισαγγελέας, ο ανακριτής με διάταξη, το συμβούλιο και το δικαστήριο με απόφαση, μπορούν κατά περίπτωση και αν κριθεί αναγκαίο, να του διορίσουν συνήγορο αυτεπαγγέλτως από τον ειδικό πίνακα της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου.» (Η παρ.5 προστέθηκε με την παρ.3 άρθρ. έκτου Ν.3625/2007, ΦΕΚ Α 290,και αντικαταστάθηκε με το άρθρο έβδομο Ν. 3875/2010,ΦΕΚ Α 158/20.9.2010)
«6. Σε συνήγορο η αμοιβή του οποίου κατά το τρέχον ημερολογιακό έτος υπερβαίνει το ποσό που ορίζεται στην παράγραφο 3 μπορεί να ανατεθεί νομική βοήθεια, αν δεν καθίσταται δυνατός ο ορισμός άλλου ή εφόσον: α) υπάρχει κίνδυνος συμπληρώσεως του ανωτάτου ορίου προσωρινής κρατήσεως ή του χρόνου παραγραφής ή β) συντρέχει λόγος κατεπείγοντος.
7. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων, σχετικά με το όριο της ετήσιας αμοιβής, εφαρμόζονται αναλόγως και στην περίπτωση των άρθρων 200 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, 100, 340 και 376 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και 276Α του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.
8. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ορίζονται οι αναγκαίες λεπτομέρειες για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.» (άρθρο 40 NOMOΣ 4274/2014 – ΦΕΚ Α 147 – 14.07.2014)
Άρθρο 4 – Παύση, ανάκληση και περιορισμός της βοήθειας
1. Η νομική βοήθεια παύει με το θάνατο του δικαιούχου. Πράξεις που δεν επιδέχονται αναβολή μπορούν να ενεργηθούν και αργότερα με βάση τη βοήθεια που δόθηκε.
2. Η νομική βοήθεια μπορεί να ανακληθεί ή να περιορισθεί με απόφαση του αρμόδιου δικαστή, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα, εφόσον αποδεικνύεται ότι οι προϋποθέσεις της παροχής είτε δεν υπήρχαν είτε εξέλιπαν είτε μεταβλήθηκαν ουσιωδώς.
3. Μαζί με την ανάκληση μπορεί να επιβληθεί στον αιτούντα που πέτυχε την παροχή της βοήθειας με αναληθή αίτηση ή στοιχεία χρηματική ποινή από δεκαπέντε έως εκατόν πενήντα ευρώ. Η χρηματική ποινή δεν θίγει την υποχρέωση καταβολής των ποσών από τα οποία απαλλάχθηκε.
Άρθρο 5 – Συμβουλευτική βοήθεια
Συμβουλευτική βοήθεια μπορεί να παρέχεται επί ποινικών υποθέσεων από τους εισαγγελείς υπηρεσίας και τους εισαγγελείς-επόπτες των καταστημάτων κράτησης, και επί πολιτικών υποθέσεων από τους προέδρους υπηρεσίας των κατά τόπους αρμόδιων Δικαστηρίων, από τους οποίους θα ενημερώνονται οι ενδιαφερόμενοι για τη δυνατότητα ένταξής τους στο σύστημα της νομικής βοήθειας για πολίτες χαμηλού εισοδήματος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β
ΝΟΜΙΚΗ ΒΟΗΘΕΙΑ ΣΕ ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ
Άρθρο 6 – Αρμόδια αρχή
1. Αρμόδια αρχή για την εξέταση της αίτησης παροχής νομικής βοήθειας σε ποινικές υποθέσεις είναι ο πρόεδρος του δικαστηρίου στο οποίο εκκρεμεί προς εκδίκαση η υπόθεση του αιτούντος ή ενώπιον της οποίας πρέπει να ασκηθεί το σχετικό ένδικο μέσο ή βοήθημα.
2. Στις περιπτώσεις των άρθρων 100 παρ. 3, 200 παρ. 1 εδ. β”, 340, 376, 423 παρ. 1 Κ.Π.Δ. ο διορισμός του συνηγόρου γίνεται όπως ορίζεται με τις διατάξεις των άρθρων αυτών και δεν απαιτείται να συντρέχουν οι όροι του άρθρου 1, ούτε να ακολουθηθεί η διαδικασία του άρθρου 2.
Σε περίπτωση αίτησης αναίρεσης ή επανάληψης διαδικασίας που αφορά κακούργημα, δεν απαιτείται να συντρέχουν οι όροι της πρώτης παραγράφου του άρθρου 1 για νόμιμη κατοικία ή διαμονή.
Άρθρο 7 – Διορισμός συνηγόρου υπηρεσίας σε ποινικές υποθέσεις
1. Η παροχή νομικής βοήθειας σε ποινικές υποθέσεις συνίσταται στο διορισμό συνηγόρου.
2. Συνήγοροι ορίζονται υπέρ κατηγορουμένου: α) για κακουργήματα, κατά το στάδιο της ανάκρισης και κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, β) για πλημμελήματα αρμοδιότητας Τριμελούς Πλημμελειοδικείου για τα οποία προβλέπεται ποινή φυλακίσεως τουλάχιστον έξι (6) μηνών, κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, γ) για εφέσεις κατ” αποφάσεων Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων, Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, Τριμελούς Πλημμελειοδικείου και για παράσταση κατά την εκδίκαση αυτών ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου εφόσον πρωτοδικώς έχει επιβληθεί στερητική της ελευθερίας ποινή τουλάχιστον έξι μηνών, δ) για αναιρέσεις κατ” αποφάσεων των ως άνω Δικαστηρίων και κατ” αποφάσεων του Μικτού Ορκωτού Εφετείου, του Πενταμελούς Εφετείου και του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων, εφόσον έχει επιβληθεί στερητική της ελευθερίας ποινή τουλάχιστον ενός έτους, ε) για αιτήσεις επαναλήψεως της διαδικασίας υπέρ καταδικασμένου, εφόσον έχει επιβληθεί στερητική της ελευθερίας ποινή τουλάχιστον έξι μηνών.
3. Συνήγοροι ορίζονται και για σύνταξη και υποβολή έγκλησης και για παράσταση πολιτικής αγωγής σε κάθε βαθμό σε θύματα βασανιστηρίων και άλλων προσβολών της ανθρώπινης αξιοπρέπειας (Π.Κ. 137 Α και Β), διακρίσεων και παραβιάσεων της ίσης μεταχείρισης, εγκλημάτων κατά της ζωής, κατά της προσωπικής ελευθερίας και της γενετήσιας ελευθερίας, οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής, κατά της ιδιοκτησίας και των περιουσιακών δικαιωμάτων, σωματικών βλαβών και εγκλημάτων σχετικών με το γάμο και την οικογένεια, και εφόσον πρόκειται για κακουργήματα ή για πλημμελήματα αρμοδιότητας τριμελούς πλημμελειοδικείου για τα οποία απειλείται ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι (6) μηνών.
4. Προϋπόθεση για την παροχή νομικής βοήθειας σε περιπτώσεις άσκησης και υποστήριξης ένδικων μέσων και βοηθημάτων είναι να είναι αυτά παραδεκτά και να μην είναι προφανώς αβάσιμα.
5. Ο δικαιούχος έχει υποχρέωση να αποδεχθεί το συνήγορο που του διορίσθηκε.
6. Ο διορισμός ισχύει μέχρι την οριστική περάτωση της δίκης ή της διαδικαστικής ενέργειας στον ίδιο βαθμό δικαιοδοσίας, καθώς και για την άσκηση ένδικου μέσου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ
ΝΟΜΙΚΗ ΒΟΗΘΕΙΑ ΣΕ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ
Άρθρο 8 – Αρμόδια αρχή
1. Η παρ. 1 του άρθρου 8 του ν. 3226/2004 (Α’ 24) αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Αρμόδια αρχή για την εξέταση της αίτησης παροχής νομικής βοήθειας σε υποθέσεις αστικού και εμπορικού χαρακτήρα είναι ο ειρηνοδίκης, ο δικαστής του Μονομελούς Πρωτοδικείου ή ο πρόεδρος του δικαστηρίου στο οποίο εκκρεμεί ή πρόκειται να εισαχθεί η δίκη και, εάν πρόκειται για πράξεις που είναι άσχετες με δίκη, ο ειρηνοδίκης της κατοικίας του αιτούντος. Στις πράξεις που είναι άσχετες με δίκη συμπεριλαμβάνονται οι πράξεις που συντάσσονται από συμβολαιογράφο σχετικά με υποθέσεις συναινετικού διαζυγίου.». (άρθρο 28 νόμου 4596/2019 – ΦΕΚ Τεύχος Α 32/26.02.2019)
2. Κατά της απόφασης του ειρηνοδίκη, του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου και του προέδρου του Πρωτοδικείου μπορεί να ασκηθεί προσφυγή από τον αιτούντα ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου μέσα σε πέντε (5) ημέρες από την έκδοσή της. Η προσφυγή εκδικάζεται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων.
Άρθρο 9 – Περιεχόμενο νομικής βοήθειας
1. Η παροχή νομικής βοήθειας σε υποθέσεις αστικού και εμπορικού χαρακτήρα συνίσταται στην απαλλαγή από την υποχρέωση καταβολής μέρους ή του συνόλου των εξόδων της διαδικασίας και, εφόσον ειδικώς ζητηθεί, στο διορισμό δικηγόρου, συμβολαιογράφου και δικαστικού επιμελητή, με την εντολή να υπερασπιστούν τον δικαιούχο, να τον εκπροσωπήσουν στο δικαστήριο και να του δώσουν τη βοήθεια που χρειάζεται για να γίνουν οι αναγκαίες πράξεις.
2. Η απαλλαγή περιλαμβάνει ιδίως τα τέλη χαρτοσήμου, το τέλος δικαστικού ενσήμου, το τέλος απογράφου και τις προσαυξήσεις τους, τα δικαιώματα των μαρτύρων, των πραγματογνωμόνων, τα δικαιώματα ή την αμοιβή του διοριζόμενου δικηγόρου, συμβολαιογράφου και δικαστικού επιμελητή, καθώς και την υποχρέωση εγγυοδοσίας για τα έξοδα αυτά.
3. Η νομική βοήθεια παρέχεται χωριστά για κάθε δίκη, ισχύει για κάθε βαθμό δικαιοδοσίας για κάθε δικαστήριο και αφορά και την αναγκαστική εκτέλεση της απόφασης.
4. Προϋπόθεση για την παροχή νομικής βοήθειας σε περιπτώσεις άσκησης και υποστήριξης ένδικων μέσων και βοηθημάτων είναι να είναι αυτά παραδεκτά και να μην είναι προφανώς αβάσιμα ή ασύμφορα. Συνεκτιμάται και η σημασία της υπόθεσης για τον αιτούντα.
5. Ο διορισμός δικηγόρου ισχύει ως παροχή δικαστικής πληρεξουσιότητας από τον δικαιούχο, στην έκταση που ορίζει το άρθρο 97 Κ.Πολ.Δ., εκτός εάν η απόφαση, με αίτηση του δικαιούχου, την επεκτείνει ή την περιορίζει.
6. Η παροχή νομικής βοήθειας δεν επηρεάζει την υποχρέωση καταβολής των εξόδων που επιδικάσθηκαν στον αντίδικο.
2. Στο άρθρο 9 του ν. 3226/2004 προστίθεται παρ. 7 ως εξής:
«7. Παρέχεται νομική βοήθεια σε υποθέσεις συναινετικού διαζυγίου, που συνίσταται στην απαλλαγή από την υποχρέωση μέρους ή τον συνόλου των εξόδων της διαδικασίας ενώπιον συμβολαιογράφου, καθώς και της αμοιβής του δικηγόρου που θα διοριστεί για να εκπροσωπήσει τους αιτούντες ενώπιον συμβολαιογράφου.». (άρθρο 28 νόμου 4596/2019 – ΦΕΚ Τεύχος Α 32/26.02.2019)
Άρθρο 10 – Ειδικές διατάξεις για διασυνοριακές διαφορές
Αν το πρόσωπο το οποίο ζητεί νομική βοήθεια σε υπόθεση αστικού ή εμπορικού χαρακτήρα έχει την κατοικία ή τη συνήθη διαμονή του σε άλλο κράτος – μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ισχύουν οι ακόλουθες ειδικές ρυθμίσεις:
α) Δικαιούχος νομικής βοήθειας είναι και εκείνος που συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις του νόμου, έχει όμως οικογενειακό εισόδημα που υπερβαίνει το ποσό της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 1, εάν αποδεικνύει ότι δεν μπορεί να ανταποκριθεί στα δικαστικά έξοδα λόγω της διαφοράς στις δαπάνες διαβίωσης μεταξύ του κράτους – μέλους κατοικίας ή συνήθους διαμονής και της Ελλάδας.
β) Η κατά την πρώτη παράγραφο του άρθρου 9 απαλλαγή μπορεί να περιλαμβάνει και: αα) την αμοιβή διερμηνέα, ββ) τα έξοδα επίσημης μετάφρασης των εγγράφων που απαιτούνται για την επίλυση της διαφοράς και γγ) τα έξοδα στα οποία υποβάλλεται ο αιτών για μετακίνηση προσώπου που συνδέεται με την υποστήριξη του αιτήματος του αιτούντος, εφόσον επιβάλλεται η αυτοπρόσωπη παρουσία του στο δικαστήριο και το δικαστήριο αποφασίσει ότι το εν λόγω πρόσωπο δεν μπορεί άλλως να μετάσχει στη διαδικασία.
γ) Η νομική βοήθεια μπορεί να συνίσταται και στο διορισμό συνηγόρου για την παροχή νομικών συμβουλών με σκοπό τη διευθέτηση της διαφοράς πριν εισαχθεί αυτή ενώπιον δικαστηρίου. Διορισμός συνηγόρου για παροχή νομικών συμβουλών χωρεί και υπέρ προσώπου που έχει την κατοικία ή τη συνήθη διαμονή του στην Ελλάδα, αλλά ζητεί την παροχή νομικής βοήθειας για δίκη ή διαδικαστική ενέργεια σε άλλο κράτος – μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έως την παραλαβή της αίτησης για την παροχή νομικής βοήθειας από την αρμόδια αρχή του αλλοδαπού κράτους – μέλους. Η πέμπτη παράγραφος του άρθρου 9 εφαρμόζεται και στην περίπτωση αυτήν.
Άρθρο 11 – Διαβίβαση αιτήσεων
Αρμόδια αρχή για την παραλαβή αιτήσεων προσώπων που έχουν την κατοικία ή τη συνήθη διαμονή τους στην Ελλάδα για την παροχή νομικής βοήθειας από άλλο κράτος – μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2003/8/ΕΚ του Συμβουλίου, είναι το Υπουργείο Δικαιοσύνης. Η αρμόδια αρχή παρέχει συνδρομή στον αιτούντα, ώστε η αίτηση να συνοδεύεται από τα δικαιολογητικά που γνωρίζει ότι απαιτούνται για να κριθεί η αίτηση και παρέχει δίχως δαπάνη του αιτούντος, εφόσον ζητηθεί, κάθε απαραίτητη μετάφραση της αίτησης και των δικαιολογητικών εγγράφων. Η αίτηση διαβιβάζεται στην αρχή του αλλοδαπού κράτους εντός προθεσμίας δεκαπέντε ημερών από την ημερομηνία παραλαβής της, δεόντως συμπληρωμένη, και με μεταφρασμένα τα δικαιολογητικά έγγραφα. Δεν απαιτείται επικύρωση για τα έγγραφα που διαβιβάζονται. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης ρυθμίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την υποβολή και διαβίβαση αιτήσεων νομικής βοήθειας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ
ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ ΚΑΙ ΕΙΣΠΡΑΞΗ ΤΩΝ ΕΞΟΔΩΝ
Άρθρο 12 – Εκκαθάριση
1. Η εκκαθάριση των εξόδων της δίκης γίνεται κατά τις ισχύουσες κατά περίπτωση διατάξεις και περιλαμβάνει και τα έξοδα από τα οποία απαλλάχθηκε ο δικαιούχος, καθώς και την αποζημίωση του δικηγόρου και κάθε άλλου προσώπου που βαρύνει, κατά το νόμο αυτόν, το Δημόσιο.
2. Εάν η απόφαση επιβάλει τα έξοδα σε βάρος του αντιδίκου του δικαιούχου ή άλλου προσώπου, τα έξοδα από τα οποία απαλλάχθηκε ο δικαιούχος και η αποζημίωση δικηγόρου και κάθε άλλου προσώπου που βαρύνει το Δημόσιο επιδικάζονται υπέρ του Δημοσίου και εισπράττονται από αυτό σύμφωνα με τις διατάξεις για την είσπραξη των δημοσίων εσόδων.
Άρθρο 13 – Πόροι για την παροχή νομικής βοήθειας
Εγγράφεται κατ” έτος ειδική πίστωση στον προϋπολογισμό του Υπουργείου Δικαιοσύνης για την κάλυψη της αποζημίωσης δικηγόρων και άλλων προσώπων που προσφέρουν υπηρεσίες στο πλαίσιο του συστήματος νομικής βοήθειας.
Άρθρο 14 – Αποζημίωση δικηγόρων υπηρεσίας και άλλων προσώπων
1. α) Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης ορίζεται η αποζημίωση των δικηγόρων υπηρεσίας, συμβολαιογράφων, δικαστικών επιμελητών και άλλων προσώπων που παρέχουν υπηρεσίες στο πλαίσιο της παροχής νομικής βοήθειας, σύμφωνα με τα τυχόν προβλεπόμενα κατώτατα όρια καθορισμού αμοιβής. Η αμοιβή μπορεί να υπολείπεται των κατώτατων ορίων σε περίπτωση αναίρεσης και παράστασης ενώπιον του μικτού ορκωτού δικαστηρίου και του μικτού ορκωτού εφετείου. Με όμοια απόφαση καθορίζεται το πλαίσιο και η διαδικασία εκκαθάρισης και είσπραξης της αποζημίωσης.
3. Η παρ. 1 του άρθρου 14 του υ. 3226/2004 αναριθμείται σε 1. α), και μετά από την περ. α) τίθεται νέα περ. β) ως εξής:
«β) Ο δικηγόρος υπηρεσίας, που παρέχει υπηρεσίες στο πλαίσιο της παροχής νομικής βοήθειας σε ποινικές δίκες μακράς διάρκειας, δικαιούται πρόσθετης αποζημίωσης που καταβάλλεται από το ΤΑ.Χ.ΔΙΚ. Η διαδικασία καταβολής, οι προϋποθέσεις και το ύψος της αποζημίωσης καθορίζονται με κοινή υπουργική απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η οποία καταλαμβάνει όλες τις αιτήσεις των δικηγόρων υπηρεσίας που υποβάλλονται από την έναρξη ισχύος της παρούσας διάταξης.».(άρθρο 28 νόμου 4596/2019 – ΦΕΚ Τεύχος Α 32/26.02.2019)
2. Αρμόδιο όργανο για τη συλλογή των δικαιολογητικών και των αιτήσεων των δικαιούχων δικηγόρων και άλλων προσώπων για τη διαβίβασή τους στο Υπουργείο Δικαιοσύνης είναι η διοίκηση του αρμόδιου Δικαστηρίου.
Άρθρο 15 – Μη έκδοση γραμματίου προείσπραξης επί καταβολής αποζημιώσεως
4. Το άρθρο 15 του ν. 3226/2004 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Για την αποζημίωση που καταβάλλεται σε δικηγόρο υπηρεσίας εκδίδεται ειδικό γραμμάτιο προκαταβολής, σύμφωνα με την περ. α’ της παρ. 3 τον άρθρου 61 του Κώδικα Δικηγόρων (ν. 4194/2013, Α’ 208). Το προσήκον φορολογικό στοιχείο εκδίδεται κατά την είσπραξη της ως άνω αποζημίωσης, μετά την εκκαθάριση και πριν την εξόφληση αυτής, κατά παρέκκλιση κάθε άλλης σχετικής διάταξης. Η εξόφληση αποτελεί το χρόνο πληρωμής της αμοιβής από την παροχή της σχετικής υπηρεσίας. Ο δικηγόρος υπηρεσίας υποχρεούται να καταχωρίσει ηλεκτρονικά το φορολογικό στοιχείο που εκδίδει για την ως άνω αποζημίωση στην αντίστοιχη διαδικτυακή πύλη (portal.οlomeleia.gr).
Οι εισφορές υπέρ ΕΦΚΑ και οι κρατήσεις που προβλέπονται στις διατάξεις του άρθρου 61 του Κώδικα Δικηγόρων, καθώς και η προκαταβολή φόρου που προβλέπεται στη διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 69 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 4172/2013, Α’167), υπολογίζονται κατά την εκκαθάριση της αποζημίωσης και τα αντίστοιχα ποσά παρακρατούνται και αποδίδονται στους οικείους φορείς τον επόμενο μήνα εκείνου της καταβολής της αποζημίωσης.
2. Δεν εκδίδεται γραμμάτιο προκαταβολής σε περίπτωση παροχής νομικής βοήθειας από δικηγόρους που ενεργούν στο πλαίσιο προγραμμάτων νομικής αρωγής μη κρατικών φορέων και δεν λαμβάνουν αμοιβή για την παροχή των υπηρεσιών τους.». (άρθρο 28 νόμου 4596/2019 – ΦΕΚ Τεύχος Α 32/26.02.2019)
Άρθρο 16 – Τελικές διατάξεις
1. Για την παροχή νομικής βοήθειας σε υποθέσεις αστικού και εμπορικού χαρακτήρα, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου, αποκλείεται η εφαρμογή του εικοστού δεύτερου κεφαλαίου του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (άρθρα 194 έως 204).
2. Το άρθρο 96Α του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας καταργείται.
3. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης, μπορεί να επεκτείνεται ο θεσμός της παροχής νομικής βοήθειας σε όλες ή σε κατηγορίες διοικητικών διαφορών και να καθορίζονται οι όροι και οι διαδικαστικές προϋποθέσεις.
Αποζημίωση προσώπων που προσφέρουν υπηρεσίες νομικής βοήθειας
ΦΕΚ Τεύχος Β 3578/31.12.2014
ΑΠΟΦΑΣΗ
Θέμα: «Αποζημίωση των προσώπων που προσφέρουν υπηρεσίες στο πλαίσιο του συστήματος παροχής νομικής βοήθειας και της διαδικασίας εκκαθάρισης και των δικαιολογητικών που απαιτούνται για την αποζημίωση των δικηγόρων υπηρεσίας και δικαστικών επιμελητών που παρέχουν υπηρεσίες στο πλαίσιο της παροχής νομικής βοήθειας».
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ − ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ
αποφασίζουμε:
Α. Ορίζουμε την αποζημίωση των δικηγόρων υπηρεσίας, συμβολαιογράφων, δικαστικών επιμελητών και άλλων προσώπων που προσφέρουν υπηρεσίες στο πλαίσιο του συστήματος παροχής νομικής βοήθειας, σύμφωνα με τις ισχύουσες κάθε φορά νόμιμες αμοιβές.
Στο ποσό της ως άνω αποζημίωσης προστίθεται ο ΦΠΑ με τον εκάστοτε ισχύοντα συντελεστή.
Σε περίπτωση αναίρεσης και παράστασης ενώπιον του μικτού ορκωτού δικαστηρίου, του μικτού ορκωτού εφετείου και του πενταμελούς εφετείου κακουργημάτων, η αποζημίωση θα υπολείπεται των προβλεπόμενων νόμιμων αμοιβών σε ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%).
Β. Καθορίζουμε τη διαδικασία εκκαθάρισης και τα δικαιολογητικά που απαιτούνται για την καταβολή αποζημίωσης σε δικηγόρους και δικαστικούς επιμελητές που παρέχουν νομική βοήθεια σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3226/2004 (Α 24), όπως αυτός ισχύει.
Στους δικαιούχους καταβάλλεται η αποζημίωση σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από τις ισχύουσες διατάξεις κατώτατα όρια καθορισμού αμοιβής, εφόσον παρείχαν νομική βοήθεια.
Για την είσπραξη της αποζημίωσής τους οι δικαιούχοι οφείλουν να υποβάλουν στο αρμόδιο δικαστήριο τα ακόλουθα δικαιολογητικά:
Β.1.) Οι δικηγόροι που παρέχουν νομική βοήθεια σε ποινικές υποθέσεις:
1. Αίτηση του δικαιούχου στην οποία μεταξύ των άλλων θα πρέπει να αναγράφονται τα πλήρη στοιχεία του (Δ /νση, τηλέφωνο, ΑΦΜ, ΔΟΥ)
2. Επικυρωμένο αντίγραφο της πράξεως διορισμού του, ως συνηγόρων υπεράσπισης ή πολιτικής αγωγής.
3. α. Βεβαίωση υπογεγραμμένη από τον πρόεδρο του δικαστηρίου ή του συμβουλίου ή του ανακριτή, από την οποία να βεβαιώνεται ότι παρέστησαν και άσκησαν το έργο της υπεράσπισης ή πολιτικής αγωγής.
β. Όταν πρόκειται για ανάκριση, να δηλώνεται ρητά στη βεβαίωση του ανακριτή, εάν το αδίκημα είναι πλημμέλημα ή κακούργημα καθώς και ο αριθμός της δικογραφίας και η ημερομηνία απολογίας του κατηγορουμένου.
4. Επικυρωμένο απόσπασμα της απόφασης του αρμοδίου δικαστηρίου που εκδόθηκε επί της υπόθεσης για την οποία παρασχέθηκε η νομική βοήθεια, στο οποίο θα αναφέρεται το ονοματεπώνυμο του δικηγόρου που την παρέσχε, ο αύξων αριθμός της απόφασης, ο βαθμός και ο τύπος του δικαστηρίου, η ημερομηνία της δικασίμου και το ονοματεπώνυμο του κατηγορουμένου.
5. Επικυρωμένα αντίγραφα των πάσης φύσεως απαιτούμενων εγγράφων ή δικογράφων που αναφέρονται στη συγκεκριμένη υπόθεση και για τη σύνταξη ή κατάθεσή τους σε δικαστήριο, συμβούλιο, ανακριτική ή εισαγγελική αρχή προβλέπεται αμοιβή, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις.
6. Απόδειξη ή τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών, σύμφωνα με το Νέο Κώδικα Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών το οποίο θα φέρει τα στοιχεία: «Ταμείο Χρηματοδοτήσεως Δικαστικών Κτιρίων (ΤΑΧΔΙΚ), ΝΠΔΔ, Λεωφ. Μεσογείων 96, Τ.Κ. 11527 Αθήνα, Α.Φ.Μ. 090016762 ΔΟΎ IB’ ΑΘΗΝΩΝ».
7. Υπεύθυνη δήλωση στην οποία θα γνωστοποιείται η Τράπεζα και ο λογαριασμός σε μορφή ΙΒΑΝ, όπου θα γίνεται η κατάθεση της εκκαθάρισης.
8. Το ειδικό γραμμάτιο νομικής βοήθειας του οικείου δικηγορικού συλλόγου, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 3 του άρθρου 3 του ν. 3226/2004 (Α 24).
Β.2.) 1. Το α’ εδάφιο του άρθρου Β.2. αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Οι δικηγόροι και οι συμβολαιογράφοι που παρέχουν νομική βοήθεια σε αστικές ή διοικητικές υποθέσεις:» (Τροποποίηση με ΚΥΑ Αριθμ. 3053 – ΦΕΚ Τεύχος Β’ 1987/01.06.2018)
1. Αίτηση του δικαιούχου στην οποία μεταξύ των άλλων θα πρέπει να αναγράφονται τα πλήρη στοιχεία του (Δ/νση, τηλέφωνο, ΑΦΜ, ΔΟΥ)
2. Επικυρωμένο αντίγραφο της απόφασης του αρμοδίου δικαστηρίου, με την οποία διορίζεται ο δικαιούχος για την υπόθεση στην οποία παρέσχε τη νομική βοήθεια.
3. Επικυρωμένο αντίγραφο της απόφασης του αρμοδίου δικαστηρίου, η οποία εκδόθηκε επί της υπόθεσης για την οποία παρασχέθηκε η νομική βοήθεια.
Η περίπτωση 4 του άρθρου Β.2. αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«4. Επικυρωμένα αντίγραφα των πάσης φύσεως απαιτούμενων εγγράφων ή δικογράφων (όπως προτάσεις, σημειώματα, αιτήσεις ανακοπής πληρωμής, αποδεικτικά κατάθεσης στο ληξιαρχείο για τα συναινετικά διαζύγια κ.λπ.) που αναφέρονται στη συγκεκριμένη υπόθεση και για τη σύνταξη ή κατάθεσή τους σε δικαστήριο προβλέπεται αμοιβή, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις.» (Τροποποίηση με ΚΥΑ Αριθμ. 3053 – ΦΕΚ Τεύχος Β’ 1987/01.06.2018)
Από την περίπτωση 5 του άρθρου Β.2. απαλείφεται η φράση «Απόδειξη ή» (Τροποποίηση με ΚΥΑ Αριθμ. 3053 – ΦΕΚ Τεύχος Β’ 1987/01.06.2018)
5. Τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών, σύμφωνα με τον Νέο Κώδικα Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών το οποίο θα φέρει τα στοιχεία: «Ταμείο Χρηματοδοτήσεως Δικαστικών Κτιρίων (ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.), Ν.Π.Δ.Δ., Λεωφ. Μεσογείων 96, Τ.Κ. 11527 Αθήνα, Α.Φ.Μ. 090016762 Δ.Ο.Υ. IB’ ΑΘΗΝΩΝ».
Η περίπτωση 6 του άρθρου Β.2. αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«6. Υπεύθυνη δήλωση γνωστοποίησης του τραπεζικού λογαριασμού του δικαιούχου σε μορφή ΙΒΑΝ, που θα συνοδεύεται από αντίγραφο της πρώτης σελίδας του βιβλιαρίου της Τράπεζας στην οποία τηρείται ο λογαριασμός ή από βεβαίωση της Τραπέζης αυτής όταν δεν εκδίδεται βιβλιάριο.» (Τροποποίηση με ΚΥΑ Αριθμ. 3053 – ΦΕΚ Τεύχος Β’ 1987/01.06.2018)
7. Το ειδικό γραμμάτιο νομικής βοήθειας του οικείου δικηγορικού συλλόγου, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 3 του άρθρου 3 του ν. 3226/2004 (Α 24) «μόνο για τους δικηγόρους».
Στην περίπτωση 7 του άρθρου Β.2. προστίθεται στο τέλος της πρότασης η φράση «μόνο για τους δικηγόρους». (Τροποποίηση με ΚΥΑ Αριθμ. 3053 – ΦΕΚ Τεύχος Β’ 1987/01.06.2018)
Β.3.) Οι δικαστικοί επιμελητές:
1. Αίτηση του δικαιούχου στην οποία μεταξύ των άλλων θα πρέπει να αναγράφονται τα πλήρη στοιχεία του (Δ/νση, τηλέφωνο, Α.Φ.Μ., Δ.Ο.Υ.).
2. Απόφαση του δικαστηρίου με την οποία ορίζεται δικαστικός επιμελητής για να διενεργήσει τις συγκεκριμένες επιδόσεις.
3. Έκθεση επίδοσης. Σε περίπτωση επίδοσης άγνωστης διαμονής από την έκθεση επίδοσης πρέπει να προκύπτει ότι έχει τηρηθεί η διαδικασία του άρθρου 135 του ΚΠολΔ.
4. Κατάσταση πληρωμής της δαπάνης εις διπλούν η οποία θα είναι υπογεγραμμένη από τον δικαιούχο και θα αναγράφεται υποχρεωτικά το αιτούμενο ποσόν.
5. Απόδειξη ή τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών σύμφωνα με τον νέο Κώδικα Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών, το οποίο θα φέρει τα στοιχεία: «Ταμείο Χρηματοδοτήσεως Δικαστικών Κτιρίων (ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.), Ν.Π.Δ.Δ., Λεωφ. Μεσογείων 96, Τ.Κ. 11527 Αθήνα, Α.Φ.Μ. 090016762 Δ.Ο.Υ. IB’ ΑΘΗΝΩΝ».
6. Υπεύθυνη δήλωση στην οποία θα γνωστοποιείται η Τράπεζα και ο λογαριασμός σε μορφή ΙΒΑΝ, όπου θα γίνεται η κατάθεση της εκκαθάρισης.
Το αρμόδιο δικαστήριο θα διαβιβάζει τα ανωτέρω δικαιολογητικά στη Διεύθυνση Οικονομικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η οποία στη συνέχεια θα τα υποβάλει στο ΤΑΧΔΙΚ για την εκκαθάριση και την έκδοση του σχετικού χρηματικού εντάλματος πληρωμής στο όνομα του δικαιούχου.
Η εν λόγω δαπάνη θα βαρύνει τις πιστώσεις του προϋπολογισμού του ΤΑΧΔΙΚ
Με την παρούσα, καταργούνται οι αριθμ.67506/8-8-2012 (Β ́2333) και αριθμ.64762/15-6-2004 (Β 888) όμοιες ΚΥΑ.
Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Πολίτες χαμηλού εισοδήματος δικαιούνται παροχή δωρεάν νομικής βοήθειας, δηλαδή τη χορήγηση δικηγόρου, δικαστικού επιμελητή ή συμβολαιογράφου, σε υποθέσεις ποινικού, αστικού και εμπορικού δικαίου κάθε βαθμού.
Σε αυτές περιλαμβάνονται οι διαφορές διαζυγίου, διατροφής, επιμέλειας κι επικοινωνίας, προσβολής, αναγνώρισης πατρότητας κ.α.
Τη νομική βοήθεια δικαιούνται οι Έλληνες πολίτες, οι πολίτες της ΕΕ, αλλά και οι πολίτες τρίτου κράτους ή οι ανιθαγενείς, εφόσον έχουν νομίμως κατοικία ή συνήθη διαμονή στην Ελλάδα.
Πολίτες χαμηλού εισοδήματος, δικαιούχοι νομικής βοήθειας, είναι εκείνοι των οποίων το ετήσιο οικογενειακό εισόδημα δεν υπερβαίνει τα δύο τρίτα των κατώτατων ετήσιων ατομικών αποδοχών που προβλέπει η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας
Η νομική βοήθεια παρέχεται ύστερα από αίτηση του δικαιούχου και προβλέπεται από τον νόμο 3226/2004 όπως ισχύει μετά την τροποποίηση και συμπλήρωση του από τον νόμο 4274/2014
ΝΟΜΟΣ 3226/2004 ΦΕΚ 24/Α/ 4/4.2.2004
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α
ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 1 – Δικαιούχοι νομικής βοήθειας
1. Δικαιούχοι νομικής βοήθειας είναι οι χαμηλού εισοδήματος πολίτες κράτους – μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δικαιούχοι είναι, επίσης, οι χαμηλού εισοδήματος πολίτες τρίτου κράτους και ανιθαγενείς, εφόσον έχουν, νομίμως, κατοικία ή συνήθη διαμονή στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
2. Πολίτες χαμηλού εισοδήματος, δικαιούχοι νομικής βοήθειας, είναι εκείνοι των οποίων το ετήσιο οικογενειακό εισόδημα δεν υπερβαίνει τα δύο τρίτα των κατώτατων ετήσιων ατομικών αποδοχών που προβλέπει η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας. Σε περίπτωση ενδο-οικογενειακής διαφοράς ή διένεξης, δεν λαμβάνεται υπόψη το εισόδημα εκείνου με τον οποίο υπάρχει η διαφορά ή διένεξη.
Άρθρο 2 – Διαδικασία
1. Η νομική βοήθεια παρέχεται ύστερα από αίτηση του δικαιούχου. Η αίτηση αναφέρει συνοπτικά το αντικείμενο της δίκης ή της πράξης και τα στοιχεία που βεβαιώνουν τη συνδρομή των προϋποθέσεων για την παροχή της βοήθειας.
2. Στην αίτηση επισυνάπτονται τα αναγκαία δικαιολογητικά αποδεικτικά της οικονομικής καταστάσεως (ιδίως αντίγραφο φορολογικής δήλωσης ή βεβαίωση του εφόρου ότι δεν υποχρεούται σε υποβολή δήλωσης, αντίγραφο δήλωσης περιουσιακής καταστάσεως, εκκαθαριστικού σημειώματος, ΑΦΜ, βεβαιώσεις υπηρεσιών κοινωνικής πρόνοιας, ένορκες βεβαιώσεις) και αποδεικτικά της κατά την πρώτη παράγραφο του άρθρου 1 κατοικίας ή διαμονής, εάν πρόκειται για πολίτη τρίτου κράτους.
3. Η αίτηση και τα δικαιολογητικά υποβάλλονται δεκαπέντε τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δίκη ή την πράξη για την οποία ζητείται η παροχή νομικής βοήθειας. Η προθεσμία μπορεί να συντιμηθεί σε περίπτωση μεταγενέστερης κλήτευσης. Η διαδικασία διεξάγεται ατελώς και δεν είναι υποχρεωτική η παράσταση με δικηγόρο.
4. Για την παραδοχή της αίτησης αρκεί πιθανολόγηση. Ο αρμόδιος για την εξέτασή της δικαστής μπορεί να εξετάσει μάρτυρες, καθώς και τον αιτούντα, με όρκο ή χωρίς όρκο, να συγκεντρώσει κάθε αναγκαία πληροφορία και στοιχείο και να διατάξει την κλήτευση του αντιδίκου.
5. Η αποδοχή ή απόρριψη της αίτησης πρέπει να είναι αιτιολογημένη. Νέα αίτηση μπορεί να υποβληθεί σε περίπτωση μεταβολής των πραγματικών περιστατικών. Συμπληρωματική αίτηση επιτρέπεται σε κάθε περίπτωση.
Άρθρο 3 – Διορισμός συνηγόρου υπηρεσίας
1. Σε περίπτωση διορισμού δικηγόρου, η επιλογή γίνεται βάσει καταστάσεως που καταρτίζει ο οικείος Δικηγορικός Σύλλογος. Κάθε Δικηγορικός Σύλλογος συντάσσει μηνιαία κατάσταση των δικηγόρων υπηρεσίας του επόμενου μήνα, ξεχωριστά για ποινικές υποθέσεις και για υποθέσεις αστικού και εμπορικού χαρακτήρα, και την αποστέλλει στο οικείο Δικαστήριο. Παράλληλα, συντάσσει και αποστέλλει ημερήσια κατάσταση με ικανό αριθμό δικηγόρων για την παροχή νομικής βοήθειας στην ανάκριση και στην εκδίκαση κακουργημάτων και αυτόφωρων πλημμελημάτων. Διαγράφεται από τον πίνακα και δεν μπορεί να γραφεί στο μέλλον δικηγόρος που αρνήθηκε να αναλάβει ή εγκατέλειψε το έργο της υπεράσπισης χωρίς σπουδαίο λόγο, κατά την κρίση του δικαστή ή του προέδρου που διευθύνει το δικαστήριο. Οι τελευταίοι συντάσσουν έκθεση που αποστέλλεται στο Δικηγορικό Σύλλογο.
«Στις ανωτέρω καταστάσεις δεν περιλαμβάνονται δικηγόροι, η αμοιβή των οποίων κατά το τρέχον ημερολογιακό έτος έχει υπερβεί το ποσό που ορίζεται στην παράγραφο 3.» (άρθρο 40 NOMOΣ 4274/2014 – ΦΕΚ Α 147 – 14.07.2014)
2. Οι συνήγοροι υπηρεσίας ορίζονται κατ” αλφαβητική σειρά από την αντίστοιχη κατάσταση του Δικηγορικού Συλλόγου. Σε περίπτωση παράλειψης αποστολής της ημερήσιας κατάστασης, η επιλογή γίνεται από τη μηνιαία κατάσταση. Σε περίπτωση παράλειψης αποστολής της μηνιαίας κατάστασης, η επιλογή γίνεται από όλους τους δικηγόρους του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου. Κατ” εξαίρεση, εάν ζητηθεί, μπορεί να οριστεί ο δικηγόρος που έχει χειριστεί, στο πλαίσιο του συστήματος νομικής βοήθειας, την ίδια υπόθεση σε προηγούμενο στάδιο.
«Στις ανωτέρω περιπτώσεις μη αποστολής των καταστάσεων, ο οριζόμενος συνήγορος δηλώνει υπευθύνως ότι η αμοιβή, την οποία δικαιούται για την παροχή νομικής βοήθειας κατά το τρέχον δικαστικό έτος, δεν υπερβαίνει το οριζόμενο στην επόμενη παράγραφο ποσό.» (άρθρο 40 NOMOΣ 4274/2014 – ΦΕΚ Α 147 – 14.07.2014)
3. Κάθε δικηγόρος μπορεί να χρεωθεί με μόνο μία υπόθεση. Ως μία υπόθεση θεωρείται και η συνεκδίκαση περισσότερων υποθέσεων του ίδιου προσώπου ή περισσότερων προσώπων λόγω ομοδικίας, συναιτιότητας ή συνάφειας.
«Η ετήσια αμοιβή των δικηγόρων στους οποίους ανατίθεται η νομική βοήθεια δεν μπορεί να υπερβαίνει τις δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) ευρώ. Το ποσό της αμοιβής του δικηγόρου προκύπτει από ειδικό γραμμάτιο το οποίο εκδίδεται κάθε φορά από τον οικείο δικηγορικό σύλλογο, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων. Σε περίπτωση υπερβάσεως του ανωτάτου ποσού αμοιβής, το επιπλέον ποσό δεν καταβάλλεται στον συνήγορο, εκτός εάν πρόκειται για υπόλοιπο προηγούμενης παράστασής του ή για πολυήμερη δικαστική διαδικασία. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων το ποσό αυτό μπορεί να αυξομειώνεται. Ο υπολογισμός της συνολικής ετήσιας αμοιβής γίνεται για το διάστημα από 15 Σεπτεμβρίου έως και τις 14 Σεπτεμβρίου του επομένου έτους. Η ισχύς της παρούσας διάταξης αρχίζει από τη 15η Σεπτεμβρίου 2014.» (άρθρο 40 NOMOΣ 4274/2014 – ΦΕΚ Α 147 – 14.07.2014)
4. Ο διοριζόμενος δικηγόρος, συμβολαιογράφος ή δικαστικός επιμελητής έχει υποχρέωση να δεχθεί και εκτελέσει την εντολή δίχως αξίωση προκαταβολής αμοιβής ή δικαιωμάτων.
«5. Εφόσον ο διάδικος ανήκει στους δικαιούχους νομικής βοήθειας που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 1, ο εισαγγελέας, ο ανακριτής με διάταξη, το συμβούλιο και το δικαστήριο με απόφαση, μπορούν κατά περίπτωση και αν κριθεί αναγκαίο, να του διορίσουν συνήγορο αυτεπαγγέλτως από τον ειδικό πίνακα της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου.» (Η παρ.5 προστέθηκε με την παρ.3 άρθρ. έκτου Ν.3625/2007, ΦΕΚ Α 290,και αντικαταστάθηκε με το άρθρο έβδομο Ν. 3875/2010,ΦΕΚ Α 158/20.9.2010)
«6. Σε συνήγορο η αμοιβή του οποίου κατά το τρέχον ημερολογιακό έτος υπερβαίνει το ποσό που ορίζεται στην παράγραφο 3 μπορεί να ανατεθεί νομική βοήθεια, αν δεν καθίσταται δυνατός ο ορισμός άλλου ή εφόσον: α) υπάρχει κίνδυνος συμπληρώσεως του ανωτάτου ορίου προσωρινής κρατήσεως ή του χρόνου παραγραφής ή β) συντρέχει λόγος κατεπείγοντος.
7. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων, σχετικά με το όριο της ετήσιας αμοιβής, εφαρμόζονται αναλόγως και στην περίπτωση των άρθρων 200 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, 100, 340 και 376 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και 276Α του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.
8. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ορίζονται οι αναγκαίες λεπτομέρειες για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.» (άρθρο 40 NOMOΣ 4274/2014 – ΦΕΚ Α 147 – 14.07.2014)
Άρθρο 4 – Παύση, ανάκληση και περιορισμός της βοήθειας
1. Η νομική βοήθεια παύει με το θάνατο του δικαιούχου. Πράξεις που δεν επιδέχονται αναβολή μπορούν να ενεργηθούν και αργότερα με βάση τη βοήθεια που δόθηκε.
2. Η νομική βοήθεια μπορεί να ανακληθεί ή να περιορισθεί με απόφαση του αρμόδιου δικαστή, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα, εφόσον αποδεικνύεται ότι οι προϋποθέσεις της παροχής είτε δεν υπήρχαν είτε εξέλιπαν είτε μεταβλήθηκαν ουσιωδώς.
3. Μαζί με την ανάκληση μπορεί να επιβληθεί στον αιτούντα που πέτυχε την παροχή της βοήθειας με αναληθή αίτηση ή στοιχεία χρηματική ποινή από δεκαπέντε έως εκατόν πενήντα ευρώ. Η χρηματική ποινή δεν θίγει την υποχρέωση καταβολής των ποσών από τα οποία απαλλάχθηκε.
Άρθρο 5 – Συμβουλευτική βοήθεια
Συμβουλευτική βοήθεια μπορεί να παρέχεται επί ποινικών υποθέσεων από τους εισαγγελείς υπηρεσίας και τους εισαγγελείς-επόπτες των καταστημάτων κράτησης, και επί πολιτικών υποθέσεων από τους προέδρους υπηρεσίας των κατά τόπους αρμόδιων Δικαστηρίων, από τους οποίους θα ενημερώνονται οι ενδιαφερόμενοι για τη δυνατότητα ένταξής τους στο σύστημα της νομικής βοήθειας για πολίτες χαμηλού εισοδήματος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β
ΝΟΜΙΚΗ ΒΟΗΘΕΙΑ ΣΕ ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ
Άρθρο 6 – Αρμόδια αρχή
1. Αρμόδια αρχή για την εξέταση της αίτησης παροχής νομικής βοήθειας σε ποινικές υποθέσεις είναι ο πρόεδρος του δικαστηρίου στο οποίο εκκρεμεί προς εκδίκαση η υπόθεση του αιτούντος ή ενώπιον της οποίας πρέπει να ασκηθεί το σχετικό ένδικο μέσο ή βοήθημα.
2. Στις περιπτώσεις των άρθρων 100 παρ. 3, 200 παρ. 1 εδ. β”, 340, 376, 423 παρ. 1 Κ.Π.Δ. ο διορισμός του συνηγόρου γίνεται όπως ορίζεται με τις διατάξεις των άρθρων αυτών και δεν απαιτείται να συντρέχουν οι όροι του άρθρου 1, ούτε να ακολουθηθεί η διαδικασία του άρθρου 2.
Σε περίπτωση αίτησης αναίρεσης ή επανάληψης διαδικασίας που αφορά κακούργημα, δεν απαιτείται να συντρέχουν οι όροι της πρώτης παραγράφου του άρθρου 1 για νόμιμη κατοικία ή διαμονή.
Άρθρο 7 – Διορισμός συνηγόρου υπηρεσίας σε ποινικές υποθέσεις
1. Η παροχή νομικής βοήθειας σε ποινικές υποθέσεις συνίσταται στο διορισμό συνηγόρου.
2. Συνήγοροι ορίζονται υπέρ κατηγορουμένου: α) για κακουργήματα, κατά το στάδιο της ανάκρισης και κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, β) για πλημμελήματα αρμοδιότητας Τριμελούς Πλημμελειοδικείου για τα οποία προβλέπεται ποινή φυλακίσεως τουλάχιστον έξι (6) μηνών, κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, γ) για εφέσεις κατ” αποφάσεων Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων, Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, Τριμελούς Πλημμελειοδικείου και για παράσταση κατά την εκδίκαση αυτών ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου εφόσον πρωτοδικώς έχει επιβληθεί στερητική της ελευθερίας ποινή τουλάχιστον έξι μηνών, δ) για αναιρέσεις κατ” αποφάσεων των ως άνω Δικαστηρίων και κατ” αποφάσεων του Μικτού Ορκωτού Εφετείου, του Πενταμελούς Εφετείου και του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων, εφόσον έχει επιβληθεί στερητική της ελευθερίας ποινή τουλάχιστον ενός έτους, ε) για αιτήσεις επαναλήψεως της διαδικασίας υπέρ καταδικασμένου, εφόσον έχει επιβληθεί στερητική της ελευθερίας ποινή τουλάχιστον έξι μηνών.
3. Συνήγοροι ορίζονται και για σύνταξη και υποβολή έγκλησης και για παράσταση πολιτικής αγωγής σε κάθε βαθμό σε θύματα βασανιστηρίων και άλλων προσβολών της ανθρώπινης αξιοπρέπειας (Π.Κ. 137 Α και Β), διακρίσεων και παραβιάσεων της ίσης μεταχείρισης, εγκλημάτων κατά της ζωής, κατά της προσωπικής ελευθερίας και της γενετήσιας ελευθερίας, οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής, κατά της ιδιοκτησίας και των περιουσιακών δικαιωμάτων, σωματικών βλαβών και εγκλημάτων σχετικών με το γάμο και την οικογένεια, και εφόσον πρόκειται για κακουργήματα ή για πλημμελήματα αρμοδιότητας τριμελούς πλημμελειοδικείου για τα οποία απειλείται ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι (6) μηνών.
4. Προϋπόθεση για την παροχή νομικής βοήθειας σε περιπτώσεις άσκησης και υποστήριξης ένδικων μέσων και βοηθημάτων είναι να είναι αυτά παραδεκτά και να μην είναι προφανώς αβάσιμα.
5. Ο δικαιούχος έχει υποχρέωση να αποδεχθεί το συνήγορο που του διορίσθηκε.
6. Ο διορισμός ισχύει μέχρι την οριστική περάτωση της δίκης ή της διαδικαστικής ενέργειας στον ίδιο βαθμό δικαιοδοσίας, καθώς και για την άσκηση ένδικου μέσου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ
ΝΟΜΙΚΗ ΒΟΗΘΕΙΑ ΣΕ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ
Άρθρο 8 – Αρμόδια αρχή
1. Η παρ. 1 του άρθρου 8 του ν. 3226/2004 (Α’ 24) αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Αρμόδια αρχή για την εξέταση της αίτησης παροχής νομικής βοήθειας σε υποθέσεις αστικού και εμπορικού χαρακτήρα είναι ο ειρηνοδίκης, ο δικαστής του Μονομελούς Πρωτοδικείου ή ο πρόεδρος του δικαστηρίου στο οποίο εκκρεμεί ή πρόκειται να εισαχθεί η δίκη και, εάν πρόκειται για πράξεις που είναι άσχετες με δίκη, ο ειρηνοδίκης της κατοικίας του αιτούντος. Στις πράξεις που είναι άσχετες με δίκη συμπεριλαμβάνονται οι πράξεις που συντάσσονται από συμβολαιογράφο σχετικά με υποθέσεις συναινετικού διαζυγίου.». (άρθρο 28 νόμου 4596/2019 – ΦΕΚ Τεύχος Α 32/26.02.2019)
2. Κατά της απόφασης του ειρηνοδίκη, του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου και του προέδρου του Πρωτοδικείου μπορεί να ασκηθεί προσφυγή από τον αιτούντα ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου μέσα σε πέντε (5) ημέρες από την έκδοσή της. Η προσφυγή εκδικάζεται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων.
Άρθρο 9 – Περιεχόμενο νομικής βοήθειας
1. Η παροχή νομικής βοήθειας σε υποθέσεις αστικού και εμπορικού χαρακτήρα συνίσταται στην απαλλαγή από την υποχρέωση καταβολής μέρους ή του συνόλου των εξόδων της διαδικασίας και, εφόσον ειδικώς ζητηθεί, στο διορισμό δικηγόρου, συμβολαιογράφου και δικαστικού επιμελητή, με την εντολή να υπερασπιστούν τον δικαιούχο, να τον εκπροσωπήσουν στο δικαστήριο και να του δώσουν τη βοήθεια που χρειάζεται για να γίνουν οι αναγκαίες πράξεις.
2. Η απαλλαγή περιλαμβάνει ιδίως τα τέλη χαρτοσήμου, το τέλος δικαστικού ενσήμου, το τέλος απογράφου και τις προσαυξήσεις τους, τα δικαιώματα των μαρτύρων, των πραγματογνωμόνων, τα δικαιώματα ή την αμοιβή του διοριζόμενου δικηγόρου, συμβολαιογράφου και δικαστικού επιμελητή, καθώς και την υποχρέωση εγγυοδοσίας για τα έξοδα αυτά.
3. Η νομική βοήθεια παρέχεται χωριστά για κάθε δίκη, ισχύει για κάθε βαθμό δικαιοδοσίας για κάθε δικαστήριο και αφορά και την αναγκαστική εκτέλεση της απόφασης.
4. Προϋπόθεση για την παροχή νομικής βοήθειας σε περιπτώσεις άσκησης και υποστήριξης ένδικων μέσων και βοηθημάτων είναι να είναι αυτά παραδεκτά και να μην είναι προφανώς αβάσιμα ή ασύμφορα. Συνεκτιμάται και η σημασία της υπόθεσης για τον αιτούντα.
5. Ο διορισμός δικηγόρου ισχύει ως παροχή δικαστικής πληρεξουσιότητας από τον δικαιούχο, στην έκταση που ορίζει το άρθρο 97 Κ.Πολ.Δ., εκτός εάν η απόφαση, με αίτηση του δικαιούχου, την επεκτείνει ή την περιορίζει.
6. Η παροχή νομικής βοήθειας δεν επηρεάζει την υποχρέωση καταβολής των εξόδων που επιδικάσθηκαν στον αντίδικο.
2. Στο άρθρο 9 του ν. 3226/2004 προστίθεται παρ. 7 ως εξής:
«7. Παρέχεται νομική βοήθεια σε υποθέσεις συναινετικού διαζυγίου, που συνίσταται στην απαλλαγή από την υποχρέωση μέρους ή τον συνόλου των εξόδων της διαδικασίας ενώπιον συμβολαιογράφου, καθώς και της αμοιβής του δικηγόρου που θα διοριστεί για να εκπροσωπήσει τους αιτούντες ενώπιον συμβολαιογράφου.». (άρθρο 28 νόμου 4596/2019 – ΦΕΚ Τεύχος Α 32/26.02.2019)
Άρθρο 10 – Ειδικές διατάξεις για διασυνοριακές διαφορές
Αν το πρόσωπο το οποίο ζητεί νομική βοήθεια σε υπόθεση αστικού ή εμπορικού χαρακτήρα έχει την κατοικία ή τη συνήθη διαμονή του σε άλλο κράτος – μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ισχύουν οι ακόλουθες ειδικές ρυθμίσεις:
α) Δικαιούχος νομικής βοήθειας είναι και εκείνος που συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις του νόμου, έχει όμως οικογενειακό εισόδημα που υπερβαίνει το ποσό της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 1, εάν αποδεικνύει ότι δεν μπορεί να ανταποκριθεί στα δικαστικά έξοδα λόγω της διαφοράς στις δαπάνες διαβίωσης μεταξύ του κράτους – μέλους κατοικίας ή συνήθους διαμονής και της Ελλάδας.
β) Η κατά την πρώτη παράγραφο του άρθρου 9 απαλλαγή μπορεί να περιλαμβάνει και: αα) την αμοιβή διερμηνέα, ββ) τα έξοδα επίσημης μετάφρασης των εγγράφων που απαιτούνται για την επίλυση της διαφοράς και γγ) τα έξοδα στα οποία υποβάλλεται ο αιτών για μετακίνηση προσώπου που συνδέεται με την υποστήριξη του αιτήματος του αιτούντος, εφόσον επιβάλλεται η αυτοπρόσωπη παρουσία του στο δικαστήριο και το δικαστήριο αποφασίσει ότι το εν λόγω πρόσωπο δεν μπορεί άλλως να μετάσχει στη διαδικασία.
γ) Η νομική βοήθεια μπορεί να συνίσταται και στο διορισμό συνηγόρου για την παροχή νομικών συμβουλών με σκοπό τη διευθέτηση της διαφοράς πριν εισαχθεί αυτή ενώπιον δικαστηρίου. Διορισμός συνηγόρου για παροχή νομικών συμβουλών χωρεί και υπέρ προσώπου που έχει την κατοικία ή τη συνήθη διαμονή του στην Ελλάδα, αλλά ζητεί την παροχή νομικής βοήθειας για δίκη ή διαδικαστική ενέργεια σε άλλο κράτος – μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έως την παραλαβή της αίτησης για την παροχή νομικής βοήθειας από την αρμόδια αρχή του αλλοδαπού κράτους – μέλους. Η πέμπτη παράγραφος του άρθρου 9 εφαρμόζεται και στην περίπτωση αυτήν.
Άρθρο 11 – Διαβίβαση αιτήσεων
Αρμόδια αρχή για την παραλαβή αιτήσεων προσώπων που έχουν την κατοικία ή τη συνήθη διαμονή τους στην Ελλάδα για την παροχή νομικής βοήθειας από άλλο κράτος – μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2003/8/ΕΚ του Συμβουλίου, είναι το Υπουργείο Δικαιοσύνης. Η αρμόδια αρχή παρέχει συνδρομή στον αιτούντα, ώστε η αίτηση να συνοδεύεται από τα δικαιολογητικά που γνωρίζει ότι απαιτούνται για να κριθεί η αίτηση και παρέχει δίχως δαπάνη του αιτούντος, εφόσον ζητηθεί, κάθε απαραίτητη μετάφραση της αίτησης και των δικαιολογητικών εγγράφων. Η αίτηση διαβιβάζεται στην αρχή του αλλοδαπού κράτους εντός προθεσμίας δεκαπέντε ημερών από την ημερομηνία παραλαβής της, δεόντως συμπληρωμένη, και με μεταφρασμένα τα δικαιολογητικά έγγραφα. Δεν απαιτείται επικύρωση για τα έγγραφα που διαβιβάζονται. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης ρυθμίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την υποβολή και διαβίβαση αιτήσεων νομικής βοήθειας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ
ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ ΚΑΙ ΕΙΣΠΡΑΞΗ ΤΩΝ ΕΞΟΔΩΝ
Άρθρο 12 – Εκκαθάριση
1. Η εκκαθάριση των εξόδων της δίκης γίνεται κατά τις ισχύουσες κατά περίπτωση διατάξεις και περιλαμβάνει και τα έξοδα από τα οποία απαλλάχθηκε ο δικαιούχος, καθώς και την αποζημίωση του δικηγόρου και κάθε άλλου προσώπου που βαρύνει, κατά το νόμο αυτόν, το Δημόσιο.
2. Εάν η απόφαση επιβάλει τα έξοδα σε βάρος του αντιδίκου του δικαιούχου ή άλλου προσώπου, τα έξοδα από τα οποία απαλλάχθηκε ο δικαιούχος και η αποζημίωση δικηγόρου και κάθε άλλου προσώπου που βαρύνει το Δημόσιο επιδικάζονται υπέρ του Δημοσίου και εισπράττονται από αυτό σύμφωνα με τις διατάξεις για την είσπραξη των δημοσίων εσόδων.
Άρθρο 13 – Πόροι για την παροχή νομικής βοήθειας
Εγγράφεται κατ” έτος ειδική πίστωση στον προϋπολογισμό του Υπουργείου Δικαιοσύνης για την κάλυψη της αποζημίωσης δικηγόρων και άλλων προσώπων που προσφέρουν υπηρεσίες στο πλαίσιο του συστήματος νομικής βοήθειας.
Άρθρο 14 – Αποζημίωση δικηγόρων υπηρεσίας και άλλων προσώπων
1. α) Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης ορίζεται η αποζημίωση των δικηγόρων υπηρεσίας, συμβολαιογράφων, δικαστικών επιμελητών και άλλων προσώπων που παρέχουν υπηρεσίες στο πλαίσιο της παροχής νομικής βοήθειας, σύμφωνα με τα τυχόν προβλεπόμενα κατώτατα όρια καθορισμού αμοιβής. Η αμοιβή μπορεί να υπολείπεται των κατώτατων ορίων σε περίπτωση αναίρεσης και παράστασης ενώπιον του μικτού ορκωτού δικαστηρίου και του μικτού ορκωτού εφετείου. Με όμοια απόφαση καθορίζεται το πλαίσιο και η διαδικασία εκκαθάρισης και είσπραξης της αποζημίωσης.
3. Η παρ. 1 του άρθρου 14 του υ. 3226/2004 αναριθμείται σε 1. α), και μετά από την περ. α) τίθεται νέα περ. β) ως εξής:
«β) Ο δικηγόρος υπηρεσίας, που παρέχει υπηρεσίες στο πλαίσιο της παροχής νομικής βοήθειας σε ποινικές δίκες μακράς διάρκειας, δικαιούται πρόσθετης αποζημίωσης που καταβάλλεται από το ΤΑ.Χ.ΔΙΚ. Η διαδικασία καταβολής, οι προϋποθέσεις και το ύψος της αποζημίωσης καθορίζονται με κοινή υπουργική απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η οποία καταλαμβάνει όλες τις αιτήσεις των δικηγόρων υπηρεσίας που υποβάλλονται από την έναρξη ισχύος της παρούσας διάταξης.».(άρθρο 28 νόμου 4596/2019 – ΦΕΚ Τεύχος Α 32/26.02.2019)
2. Αρμόδιο όργανο για τη συλλογή των δικαιολογητικών και των αιτήσεων των δικαιούχων δικηγόρων και άλλων προσώπων για τη διαβίβασή τους στο Υπουργείο Δικαιοσύνης είναι η διοίκηση του αρμόδιου Δικαστηρίου.
Άρθρο 15 – Μη έκδοση γραμματίου προείσπραξης επί καταβολής αποζημιώσεως
4. Το άρθρο 15 του ν. 3226/2004 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Για την αποζημίωση που καταβάλλεται σε δικηγόρο υπηρεσίας εκδίδεται ειδικό γραμμάτιο προκαταβολής, σύμφωνα με την περ. α’ της παρ. 3 τον άρθρου 61 του Κώδικα Δικηγόρων (ν. 4194/2013, Α’ 208). Το προσήκον φορολογικό στοιχείο εκδίδεται κατά την είσπραξη της ως άνω αποζημίωσης, μετά την εκκαθάριση και πριν την εξόφληση αυτής, κατά παρέκκλιση κάθε άλλης σχετικής διάταξης. Η εξόφληση αποτελεί το χρόνο πληρωμής της αμοιβής από την παροχή της σχετικής υπηρεσίας. Ο δικηγόρος υπηρεσίας υποχρεούται να καταχωρίσει ηλεκτρονικά το φορολογικό στοιχείο που εκδίδει για την ως άνω αποζημίωση στην αντίστοιχη διαδικτυακή πύλη (portal.οlomeleia.gr).
Οι εισφορές υπέρ ΕΦΚΑ και οι κρατήσεις που προβλέπονται στις διατάξεις του άρθρου 61 του Κώδικα Δικηγόρων, καθώς και η προκαταβολή φόρου που προβλέπεται στη διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 69 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 4172/2013, Α’167), υπολογίζονται κατά την εκκαθάριση της αποζημίωσης και τα αντίστοιχα ποσά παρακρατούνται και αποδίδονται στους οικείους φορείς τον επόμενο μήνα εκείνου της καταβολής της αποζημίωσης.
2. Δεν εκδίδεται γραμμάτιο προκαταβολής σε περίπτωση παροχής νομικής βοήθειας από δικηγόρους που ενεργούν στο πλαίσιο προγραμμάτων νομικής αρωγής μη κρατικών φορέων και δεν λαμβάνουν αμοιβή για την παροχή των υπηρεσιών τους.». (άρθρο 28 νόμου 4596/2019 – ΦΕΚ Τεύχος Α 32/26.02.2019)
Άρθρο 16 – Τελικές διατάξεις
1. Για την παροχή νομικής βοήθειας σε υποθέσεις αστικού και εμπορικού χαρακτήρα, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου, αποκλείεται η εφαρμογή του εικοστού δεύτερου κεφαλαίου του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (άρθρα 194 έως 204).
2. Το άρθρο 96Α του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας καταργείται.
3. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης, μπορεί να επεκτείνεται ο θεσμός της παροχής νομικής βοήθειας σε όλες ή σε κατηγορίες διοικητικών διαφορών και να καθορίζονται οι όροι και οι διαδικαστικές προϋποθέσεις.
Αποζημίωση προσώπων που προσφέρουν υπηρεσίες νομικής βοήθειας
ΦΕΚ Τεύχος Β 3578/31.12.2014
ΑΠΟΦΑΣΗ
Θέμα: «Αποζημίωση των προσώπων που προσφέρουν υπηρεσίες στο πλαίσιο του συστήματος παροχής νομικής βοήθειας και της διαδικασίας εκκαθάρισης και των δικαιολογητικών που απαιτούνται για την αποζημίωση των δικηγόρων υπηρεσίας και δικαστικών επιμελητών που παρέχουν υπηρεσίες στο πλαίσιο της παροχής νομικής βοήθειας».
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ − ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ
αποφασίζουμε:
Α. Ορίζουμε την αποζημίωση των δικηγόρων υπηρεσίας, συμβολαιογράφων, δικαστικών επιμελητών και άλλων προσώπων που προσφέρουν υπηρεσίες στο πλαίσιο του συστήματος παροχής νομικής βοήθειας, σύμφωνα με τις ισχύουσες κάθε φορά νόμιμες αμοιβές.
Στο ποσό της ως άνω αποζημίωσης προστίθεται ο ΦΠΑ με τον εκάστοτε ισχύοντα συντελεστή.
Σε περίπτωση αναίρεσης και παράστασης ενώπιον του μικτού ορκωτού δικαστηρίου, του μικτού ορκωτού εφετείου και του πενταμελούς εφετείου κακουργημάτων, η αποζημίωση θα υπολείπεται των προβλεπόμενων νόμιμων αμοιβών σε ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%).
Β. Καθορίζουμε τη διαδικασία εκκαθάρισης και τα δικαιολογητικά που απαιτούνται για την καταβολή αποζημίωσης σε δικηγόρους και δικαστικούς επιμελητές που παρέχουν νομική βοήθεια σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3226/2004 (Α 24), όπως αυτός ισχύει.
Στους δικαιούχους καταβάλλεται η αποζημίωση σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από τις ισχύουσες διατάξεις κατώτατα όρια καθορισμού αμοιβής, εφόσον παρείχαν νομική βοήθεια.
Για την είσπραξη της αποζημίωσής τους οι δικαιούχοι οφείλουν να υποβάλουν στο αρμόδιο δικαστήριο τα ακόλουθα δικαιολογητικά:
Β.1.) Οι δικηγόροι που παρέχουν νομική βοήθεια σε ποινικές υποθέσεις:
1. Αίτηση του δικαιούχου στην οποία μεταξύ των άλλων θα πρέπει να αναγράφονται τα πλήρη στοιχεία του (Δ /νση, τηλέφωνο, ΑΦΜ, ΔΟΥ)
2. Επικυρωμένο αντίγραφο της πράξεως διορισμού του, ως συνηγόρων υπεράσπισης ή πολιτικής αγωγής.
3. α. Βεβαίωση υπογεγραμμένη από τον πρόεδρο του δικαστηρίου ή του συμβουλίου ή του ανακριτή, από την οποία να βεβαιώνεται ότι παρέστησαν και άσκησαν το έργο της υπεράσπισης ή πολιτικής αγωγής.
β. Όταν πρόκειται για ανάκριση, να δηλώνεται ρητά στη βεβαίωση του ανακριτή, εάν το αδίκημα είναι πλημμέλημα ή κακούργημα καθώς και ο αριθμός της δικογραφίας και η ημερομηνία απολογίας του κατηγορουμένου.
4. Επικυρωμένο απόσπασμα της απόφασης του αρμοδίου δικαστηρίου που εκδόθηκε επί της υπόθεσης για την οποία παρασχέθηκε η νομική βοήθεια, στο οποίο θα αναφέρεται το ονοματεπώνυμο του δικηγόρου που την παρέσχε, ο αύξων αριθμός της απόφασης, ο βαθμός και ο τύπος του δικαστηρίου, η ημερομηνία της δικασίμου και το ονοματεπώνυμο του κατηγορουμένου.
5. Επικυρωμένα αντίγραφα των πάσης φύσεως απαιτούμενων εγγράφων ή δικογράφων που αναφέρονται στη συγκεκριμένη υπόθεση και για τη σύνταξη ή κατάθεσή τους σε δικαστήριο, συμβούλιο, ανακριτική ή εισαγγελική αρχή προβλέπεται αμοιβή, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις.
6. Απόδειξη ή τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών, σύμφωνα με το Νέο Κώδικα Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών το οποίο θα φέρει τα στοιχεία: «Ταμείο Χρηματοδοτήσεως Δικαστικών Κτιρίων (ΤΑΧΔΙΚ), ΝΠΔΔ, Λεωφ. Μεσογείων 96, Τ.Κ. 11527 Αθήνα, Α.Φ.Μ. 090016762 ΔΟΎ IB’ ΑΘΗΝΩΝ».
7. Υπεύθυνη δήλωση στην οποία θα γνωστοποιείται η Τράπεζα και ο λογαριασμός σε μορφή ΙΒΑΝ, όπου θα γίνεται η κατάθεση της εκκαθάρισης.
8. Το ειδικό γραμμάτιο νομικής βοήθειας του οικείου δικηγορικού συλλόγου, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 3 του άρθρου 3 του ν. 3226/2004 (Α 24).
Β.2.) 1. Το α’ εδάφιο του άρθρου Β.2. αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Οι δικηγόροι και οι συμβολαιογράφοι που παρέχουν νομική βοήθεια σε αστικές ή διοικητικές υποθέσεις:» (Τροποποίηση με ΚΥΑ Αριθμ. 3053 – ΦΕΚ Τεύχος Β’ 1987/01.06.2018)
1. Αίτηση του δικαιούχου στην οποία μεταξύ των άλλων θα πρέπει να αναγράφονται τα πλήρη στοιχεία του (Δ/νση, τηλέφωνο, ΑΦΜ, ΔΟΥ)
2. Επικυρωμένο αντίγραφο της απόφασης του αρμοδίου δικαστηρίου, με την οποία διορίζεται ο δικαιούχος για την υπόθεση στην οποία παρέσχε τη νομική βοήθεια.
3. Επικυρωμένο αντίγραφο της απόφασης του αρμοδίου δικαστηρίου, η οποία εκδόθηκε επί της υπόθεσης για την οποία παρασχέθηκε η νομική βοήθεια.
Η περίπτωση 4 του άρθρου Β.2. αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«4. Επικυρωμένα αντίγραφα των πάσης φύσεως απαιτούμενων εγγράφων ή δικογράφων (όπως προτάσεις, σημειώματα, αιτήσεις ανακοπής πληρωμής, αποδεικτικά κατάθεσης στο ληξιαρχείο για τα συναινετικά διαζύγια κ.λπ.) που αναφέρονται στη συγκεκριμένη υπόθεση και για τη σύνταξη ή κατάθεσή τους σε δικαστήριο προβλέπεται αμοιβή, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις.» (Τροποποίηση με ΚΥΑ Αριθμ. 3053 – ΦΕΚ Τεύχος Β’ 1987/01.06.2018)
Από την περίπτωση 5 του άρθρου Β.2. απαλείφεται η φράση «Απόδειξη ή» (Τροποποίηση με ΚΥΑ Αριθμ. 3053 – ΦΕΚ Τεύχος Β’ 1987/01.06.2018)
5. Τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών, σύμφωνα με τον Νέο Κώδικα Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών το οποίο θα φέρει τα στοιχεία: «Ταμείο Χρηματοδοτήσεως Δικαστικών Κτιρίων (ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.), Ν.Π.Δ.Δ., Λεωφ. Μεσογείων 96, Τ.Κ. 11527 Αθήνα, Α.Φ.Μ. 090016762 Δ.Ο.Υ. IB’ ΑΘΗΝΩΝ».
Η περίπτωση 6 του άρθρου Β.2. αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«6. Υπεύθυνη δήλωση γνωστοποίησης του τραπεζικού λογαριασμού του δικαιούχου σε μορφή ΙΒΑΝ, που θα συνοδεύεται από αντίγραφο της πρώτης σελίδας του βιβλιαρίου της Τράπεζας στην οποία τηρείται ο λογαριασμός ή από βεβαίωση της Τραπέζης αυτής όταν δεν εκδίδεται βιβλιάριο.» (Τροποποίηση με ΚΥΑ Αριθμ. 3053 – ΦΕΚ Τεύχος Β’ 1987/01.06.2018)
7. Το ειδικό γραμμάτιο νομικής βοήθειας του οικείου δικηγορικού συλλόγου, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 3 του άρθρου 3 του ν. 3226/2004 (Α 24) «μόνο για τους δικηγόρους».
Στην περίπτωση 7 του άρθρου Β.2. προστίθεται στο τέλος της πρότασης η φράση «μόνο για τους δικηγόρους». (Τροποποίηση με ΚΥΑ Αριθμ. 3053 – ΦΕΚ Τεύχος Β’ 1987/01.06.2018)
Β.3.) Οι δικαστικοί επιμελητές:
1. Αίτηση του δικαιούχου στην οποία μεταξύ των άλλων θα πρέπει να αναγράφονται τα πλήρη στοιχεία του (Δ/νση, τηλέφωνο, Α.Φ.Μ., Δ.Ο.Υ.).
2. Απόφαση του δικαστηρίου με την οποία ορίζεται δικαστικός επιμελητής για να διενεργήσει τις συγκεκριμένες επιδόσεις.
3. Έκθεση επίδοσης. Σε περίπτωση επίδοσης άγνωστης διαμονής από την έκθεση επίδοσης πρέπει να προκύπτει ότι έχει τηρηθεί η διαδικασία του άρθρου 135 του ΚΠολΔ.
4. Κατάσταση πληρωμής της δαπάνης εις διπλούν η οποία θα είναι υπογεγραμμένη από τον δικαιούχο και θα αναγράφεται υποχρεωτικά το αιτούμενο ποσόν.
5. Απόδειξη ή τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών σύμφωνα με τον νέο Κώδικα Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών, το οποίο θα φέρει τα στοιχεία: «Ταμείο Χρηματοδοτήσεως Δικαστικών Κτιρίων (ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.), Ν.Π.Δ.Δ., Λεωφ. Μεσογείων 96, Τ.Κ. 11527 Αθήνα, Α.Φ.Μ. 090016762 Δ.Ο.Υ. IB’ ΑΘΗΝΩΝ».
6. Υπεύθυνη δήλωση στην οποία θα γνωστοποιείται η Τράπεζα και ο λογαριασμός σε μορφή ΙΒΑΝ, όπου θα γίνεται η κατάθεση της εκκαθάρισης.
Το αρμόδιο δικαστήριο θα διαβιβάζει τα ανωτέρω δικαιολογητικά στη Διεύθυνση Οικονομικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η οποία στη συνέχεια θα τα υποβάλει στο ΤΑΧΔΙΚ για την εκκαθάριση και την έκδοση του σχετικού χρηματικού εντάλματος πληρωμής στο όνομα του δικαιούχου.
Η εν λόγω δαπάνη θα βαρύνει τις πιστώσεις του προϋπολογισμού του ΤΑΧΔΙΚ
Με την παρούσα, καταργούνται οι αριθμ.67506/8-8-2012 (Β ́2333) και αριθμ.64762/15-6-2004 (Β 888) όμοιες ΚΥΑ.
Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου