Πέμπτη 21 Μαρτίου 2013

Όταν η Γερμανία λάτρευε την Ελλάδα


Υπήρξε μια μέρα κατά την οποία η τέχνη και η φιλοσοφία ένωσαν και τα δυο έθνη σε μια κοινή μοίρα.
Αν κανείς λάβει υπόψη του μόνο αυτό που σήμερα σημαίνει «το ελληνικό» για το γερμανικό λαϊκό τύπο (και ακόμα όχι και τόσο λαϊκό), οι συνέπειες δεν μπορεί να είναι πιο οδυνηρές.



 Το «ελληνικό» είναι συνώνυμο με το «χειρότερο» και το «χειρότερο» μεταφράζεται σε διαφθορά, τεμπελιά και ανικανότητα για προσπάθεια. Είναι δύσκολο να βρει κανείς στις σελίδες των εφημερίδων μια λέξη φιλική για την Ελλάδα. Το μεγάλο παράδοξο, ωστόσο, είναι ότι κανένας πολιτισμός, στο άμεσο παρελθόν, δεν έχει στραφεί τόσο στο «ελληνικό» (στην αρχαία εποχή), όσο ο γερμανικός. Είναι αλήθεια ότι επρόκειτο για την αρχαία Ελλάδα αλλά, τότε, το «ελληνικό» αναφερόταν σε ό,τι πιο ανώτερο μπορούσε κανείς να φανταστεί. Επιπλέον στη Γαλλία και στη Μεγάλη Βρετανία η λατρεία της Κλασικής Ελλάδας υπήρξε πολύ έντονη κατά το 18ο και 19ο αιώνα, αν και σε καμιά ευρωπαϊκή χώρα , όπως σ’ αυτήν που τώρα ονομάζουμε Γερμανία, δεν ήταν τόσο καθοριστική. Το «ελληνικό» , το τόσο υποβαθμισμένο σήμερα, φάνηκε απαραίτητο στή γερμανική κουλτούρα, για να συνενώσει ένα έθνος, που παρέμεινε κατακερματισμένο σε πολλές περιοχές, μέχρι πριν από ενάμιση αιώνα. Δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι οι σύγχρονοι γερμανοί έχουν συνειδητοποιήσει την προσβολή στις δικές τους πνευματικές ρίζες , όταν χρησιμοποιούν υποτιμητικά τον όρο «ελληνικό». Είναι φανερό ότι δύσκολα βρίσκει κανείς στους ευρωπαίους πολιτικούς των ημερών μας, κι ανάμεσα σ’ αυτούς και στους γερμανούς, λεπτότητα πνευματική. Η ευρωπαϊκή κουλτούρα φαίνεται ότι απουσιάζει εντελώς από την πολιτική που ασκείται σήμερα στην Ευρώπη.
Και, ωστόσο, όσο παράξενο κι αν ακούγεται στους καταναλωτές της πληροφόρησης των ημερών μας, η Γερμανία αγάπησε με πάθος την Ελλάδα. Σε τέτοιο σημείο την αγάπησε ώστε σ’ αυτό που διδάσκεται ως κορυφαίο έργο της γερμανικής φιλολογίας σε κάθε σχολείο, στο «Φάουστ» του Γκαίτε, ο γάμος του πρωταγωνιστή με την Ελένη της Τροίας συμβολίζει, ανάμεσα σ’ άλλα πράγματα, την ένωση της αρχαίας Ελλάδας με ένα έθνος που γεννιόταν και το οποίο ονομαζόταν Γερμανία.
Με την απαράμιλλη ικανότητά της σύνθεσης, ο Γκαίτε κορύφωνε σ’ αυτό το συμβολικό γάμο μια πό τις κυριότερες προσπάθειες πνευματικής οικειοποίησης που έχει πραγματοποιηθεί στην ιστορία του πολιτισμού: δύο κόσμοι, ο ελληνικός κι ο γερμανικός, δέθηκαν, από μια κοινή ευνοϊκή μοίρα, μέσω της τέχνης και της φιλοσοφίας. Για δυο αιώνες οι γερμανοί συγγραφείς και φιλόσοφοι έζησαν με την πεποίθηση ότι αυτοί ήταν οι φυσικοι κληρονόμοι των ελλήνων στη σύγχρονη εποχή, πίστη, γόνιμη και καταστροφική συγχρόνως, που οδήγησε σε υπερβολές – για να το πούμε με έναν ήπιο τρόπο – όπως η γνώμη του Heidegger ότι μπορεί κανείς να σκεφτεί αληθινά μόνο στα γερμανικά και στα ελληνικά ( υποθέτουμε, δεδομένης της εκτίμησης που αξίζει η σύγχρονη Ελλάδα, ότι ο Heidegger αναφερόταν στην αρχαία ελληνική γλώσσα).
Ο γάμος του γερμανού Φάουστ με την ελληνίδα Ελένη είναι, σχεδόν , η συνέπεια μιας ιστορικής ανάγκης. Κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα και ως τα μέσα του επόμενου αιώνα, τρεις γενιές διαδέχονται η μια την άλλη, για τις οποίες το «ελληνικό» θεμελιώνει το μέλλον του πολιτισμού: Winckelmann και Lessing, Goethe και Schiller, Hegel, Holderlin και Schelling. Από την άποψη μιας πνευματικής αφομοίωσης το αποτέλεσμα είναι εκπληκτικό. Η Γερμανία έχει μετατραπεί σε διάδοχο της Ελλάδας. Για πρώτη φορά στον ευρωπαϊκό πολιτισμό επρόκειτο για μια ριζική διαδικασία εξύψωσης και κάθαρσης. Μέχρι τότε οι ευρωπαίοι συγγραφείς και στοχαστές είχαν αναζητήσει οδηγό και καταφύγιο σε ολόκληρη την αρχαιότητα, σαν να αποτελούσαν η Ελλάδα και η Ρώμη μια συνέχεια χωρίς ρωγμές. Ο Δάντης συνοδεύεται στο ταξίδι του στον κάτω κάσμο από το Βεργίλιο, ως αντιπρόσωπο όλου του αρχαίου κόσμου. Ο Σαίξπηρ τοποθετεί πάνω στη σκηνή, χωρίς πολλές διαφορές, ήρωες έλληνες και ρωμαίους. Ο Μονταίν, στα «Δοκίμιά» του, αναφέρει χωρίς διάκριση, πηγές ελληνικές και λατινικές, σαν να είχαν καταλήξει σε μια κοινή πορεία.
Μετά το 18ο αιώνα το πρότυπο των συγγραφέων και στοχαστών της Ευρώπης ήταν ολόκληρη η αρχαιότητα.
Ωστόσο, αυτή η ενωτική τάση, η ελληνορωμαϊκή, η μεσογειακή, αν θέλετε, αλλάζει δραστικά, από τον Winckelmann στο Schiller, στο γερμανικό κλασικισμό. Στην Ιστορία της Τέχνης της Αρχαιότητας ο Winckelmann διακηρύσσει την αναμφισβήτητη ανωτερότητα της ελληνικής έκφρασης, μπροστά στην οποία η ρωμαϊκή αρχιτεκτονική και γλυπτική αποκτούν ένα ρόλο σημαντικό, αλλά δευτερεύοντα. Το πρότυπο δεν είναι η ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα, το αποκλειστικό πρότυπο είναι η Ελλάδα. Η διαφορά, από αυτή την άποψη, με τη Γαλλία είναι αισθητή , αν λάβουμε υπόψη μας ότι η λειτουργία και η αισθητική της Γαλλικής Επανάστασης έστρεψαν την προσοχή τους πολύ καθαρά σε αρχές εμπνευσμένες από τη Ρωμαϊκή Δημοκρατία, όπως μας δείχνει αριστοτεχνικά η ζωγραφική του Δαβίδ. Ο Winckelmann διέδωσε στη Γερμανία, και σταδιακά στην Ευρώπη, το όραμα της Αρχαίας Ελλάδας σαν ένα απόλυτο ιδανικό, αναμφισβήτητο, στο οποίο έπρεπε να απευθύνεται όλη η κουλτούρα του μέλλοντος, για να φτάσει στην ωριμότητά της.
Οι εικαστικές τέχνες ήταν , επομένως, με την πιο ανεβασμένη σημασία, μια ελληνική δημιουργία.
Παράλληλα η γερμανική λογοτεχνία, η οποία, ας μην το ξεχνάμε, αν και πλησίασε γρήγορα στη χρυσή της ηλικία, βρισκόταν ακόμα στις αρχές της, πραγματοποίησε ένα παρόμοιο εγχείρημα.Από τον Lessing στο Schiller τροποποίησε το ελληνορωμαϊκό μοντέλο , για να επικεντρωθεί μόνο στο ελληνικό. Ο Βιργίλιος, ο οδηγός του Δάντη, δεν ήταν πια ο πρωταγωνιστής στη σκηνή των ονείρων της τελειότητας των γερμανών συγγραφέων αλλά έδωσε τη θέση του στον Όμηρο. Υπάρχει ένα θαυμάσιο ποίημα του Schiller, «οι Θεοί της Ελλάδας», που μαρτυρεί αυτή τη στροφή και, επιπλέον, λειτουργεί ως αντίδοτο, στις μέρες μας, στο δηλητήριο του κίτρινου τύπου ενάντια στο «ελληνικό» (ίσως δε θα ήταν κακό να το διαβάσει και η κυρία Μέρκελ). Πηγαίνοντας πιο πέρα, η επόμενη γενιά , η ιδεαλιστική και ρομαντική, αυτή του Holderlin, του Hegel και του Schelling σημείωνε οριστικά την ελληνική αδελφική σχέση της γερμανικής κουλτούρας ,παρ’ ότι στην περίπτωση του πρώτου, του οποίου η φιλοελληνική θέρμη, δεν έχει σύγκριση, για να προειδοποιήσει για τους κινδύνους της γερμανικής σύλληψης. Δεν παύει να είναι περίεργο ότι σήμερα, διαβάζοντας το «Αρχιπέλαγος» του Holderlin, μπορούν να εκτιμήσουν καθαρά μερικές προφητικές προειδοποιήσεις για την επιπολαιότητα στην οποία εκτίθεται μία Γερμανία κλεισμένη στον κερδοφόρο εγωισμό.
Μισό αιώνα αργότερα ένας άλλος γερμανός, ο Νίτσε θα κατηγορήσει τη χώρα του γι’ αυτό το ίδιο, «τη λήθη του μεγαλείου της Ελλάδας. Η αγάπη για το «ελληνικό» των γερμανών συγγραφέων τους οδήγησε συχνά να προστατευτούν μπροστά στο «γερμανικό».
Είναι περίεργο που η ίδια λέξη ορίζει συγχρόνως τις αρετές και τα ελαττώματα τα πιο επικίνδυνα.
Όπως κι αν ήταν η Ελλλάδα – εξιδανικευμένη, μεταφυσική οντότητα, συμβολισμός – έπαιξε ένα εξαιρετικό ρόλο στη στερέωση της γερμανικής κουλτούρας , χωρίς δυνατή σύγκριση με αυτό που συνέβη σε καμία χώρα, αν και ο κλασικισμός υπήρξε θεμελιακός σ’ ολόκληρη την Ευρώπη. Ίσως την εξήγηση πρέπει να τη βρει κανείς στην αδυναμία της γερμανικής ως γλώσσας του πολιτισμού ως το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα και στην ιστορική καθυστέρηση της ένωσης της Γερμανίας. Και για τους δύο λόγους η πνευματική οικειοποίηση μιας Ελλάδας εξιδανικευμένης υπήρξε καθοριστική. Στη Μεγάλη Βρετανία και στη Γαλλία αυτή η διαδικασία δεν υπήρξε αναγκαία. Στην Ιταλία, της οποίας η γλώσσα είχε μια πολύ μακριά παράδοση πολιτισμού, η Αναβίωση στηρίχθηκε, στην αρχαία Ρώμη, γιατί ήταν φυσικό να στηριχθεί σ’ αυτή την περιοχή.
Μόνο η Γερμανία θεωρήθηκε με τρόπο τόσο παθιασμένο και αποκλειστικό η πνευματική κόρη της Ελλάδας (σύνδεση κάπως αιμομικτική στην περίπτωση των ερώτων ανάμεσα στο Φάουστ και την Ελένη της Τροίας).
Συνεπώς η γερμανική κουλτούρα βρήκε τη μήτρα της, το λόγο της ύπαρξής της, το πεπρωμένο της σ’ αυτό που υποθετικά ήταν η ονειρική της Ελλάδα, αυτή των ναών και των αγαλμάτων του Winckelmann, αυτή των θεών του Schiller και των ηρώων του Holderlin.
Από κάποια άποψη η Ελλάδα υπήρξε, δια μέσου των συγγραφέων και καλλιτεχνών, το όνειρο της Γερμανίας.
Τώρα, εφιάλτης. Είναι ξεκάθαρο ότι ο κόσμος είναι διαφορετικός και ο Goethe ή ο Holderlin δεν μπορούν να ανταγωνιστούν το δηλητήριο των μέσων μαζικής ενημέρωσης, που ονομάζονται, από μόνα τους λαϊκά, ή τη συστηματική άγνοια των πολιτικών. Επίσης,είναι φανερό ότι ούτε οι έλληνες είναι – ούτε ήταν ποτέ – εκείνοι οι θαυμάσιοι κάτοικοι, που ζουν στους στίχους των θεών της Ελλάδας.

Αλλά δεν παύει να είναι περίεργο – και, ως ένα σημείο, τρομακτικό – το ότι η ίδια λέξη, το «ελληνικό», χρησιμεύει στα πανεπιστήμια για να αναφέρεται στο καλύτερο από τις αρετές και έξω, για να συνοψίσει το πιο επικίνδυνο από τα ελαττώματα.

                      Rafael Argullol
Μετάφραση: Δέσποινα Καλαμαρίδου
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου