Τετάρτη 30 Μαρτίου 2011

Τί είχες Γιάννη; Τι είχα πάντα.


           «Το δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού», βέβαια την αρχαία αυτή παροιμία την είχαμε κάνει Ευαγγέλιο, σαν γνήσιοι απόγονοί τους, όχι σαν δίδαγμα και σοφή καθοδήγηση αλλά απλά το είχαμε βάλει «αμέτι μουχαμέτι» να δικαιώσουμε τους προγόνους μας, στο ότι ήξεραν τι έλεγαν. Το λέμε και το ξαναλέμε και πάντα απευθυνόμαστε στους συμπατριώτες μας τους υπόλοιπους Έλληνες, δεν θυμάμαι καμιά φορά να το έχουμε αναφέρει για κάποιον ξένο. Το πολύ-πολύ να πούμε ένα «τα ίδια Παντελάκι μου, τα ίδια Παντελή μου» χωρίς να ξοδεύουμε την σοφία σε κάποιον «βάρβαρο».





           Τώρα ίσως να σκέφτεστε για ποιόν χτυπάει η καμπάνα; Μα είναι πολύ απλό. Τί είναι αυτό που απασχολεί κάθε Έλληνα μετά από τα πολιτικοοικονομικά; Ασφαλώς το ποδόσφαιρο και μάλιστα από το 2004 και μετά, το ποδόσφαιρο της Εθνικής Ελλάδας. Συγνώμη ξέχασα ή μάλλον σκόπιμα δεν αναφέρθηκα στις γυναίκες. Γυναίκες από μηδέν χρονών έως την αιωνιότητα, που αποτελούν το πρώτο μέλημα κάθε Έλληνα άνδρα, για διαφορετικό λόγο σε κάθε ηλικία. Το «ανδρικό» ενδιαφέρον περιστοιχίζεται από αυτό του πατρικού, στοργικού και του σεβάσμιου, προστατευτικού προς την Τρίτη ηλικία.
           Αλλά αν αρχίσουμε να μιλάμε για τις γυναίκες, μάλλον δεν θα βγάλουμε άκρη κι ούτε η «στήλη» είναι η ενδεδειγμένη, γι’ αυτό ας αρκεστούμε στο ποδόσφαιρο.
           Τώρα όταν λέμε ποδόσφαιρο, σε πολλούς από μας πάει αυτόματα το μυαλό σε κάτι μεταξύ Μπαρτσελόνας και Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Κακώς υπάρχουν και τα λοιπά, πώς έλεγαν κάποτε στις εκλογές «λοιπές Δημοκρατικές δυνάμεις»; Κάτι τέτοιο εννοώ.
           Είχαμε αλλάξει κατηγορία σαν φίλαθλοι της Εθνικής και είχαμε αρχίσει να έχουμε απαιτήσεις από την ομάδα μας. Όχι γιατί είχε παίξει ποτέ ποδόσφαιρο αξιώσεων αλλά «εκ του αποτελέσματος» και κάτω από το άστρο του «Όθωνα» κατά κόσμον Ότο Ρεχάγκελ, οι απαιτήσεις μας είχαν μεγαλώσει. Η φράση του Πάουλο Κοέλιο: «Όταν θέλεις κάτι πολύ… οι δυνάμεις του σύμπαντος συνωμοτούν για να το αποκτήσεις...» είχε βρει στο πρόσωπό μας σάρκα και οστά.
           Αυτά μέχρι πέρυσι που παρέδωσε ο κ. Ότο Ρεχάγκελ την σκυτάλη στον κ. Φερνάντο Σάντος που έκανε το λάθος να αναλάβει μια Εθνική πολύ ψηλά στην βαθμολογία και στις καρδιές του κόσμου. Ξέραμε από την προηγούμενη παρουσία του σε συλλόγους (ΑΕΚ, ΠΑΟ, ΠΑΟΚ) το στιλ που εφαρμόζουν οι ομάδες του στο παιχνίδι, αν και ήταν τελείως διαφορετικό και στις τρεις ομάδες, ελπίζαμε ότι θα εφάρμοζε κάποιο από τα τρία. Στην ΑΕΚ ήταν ένα σχήμα πολύ επιθετικό με πολλά τέρματα, ενώ αντίθετα στον ΠΑΟΚ τελείως αμυντικό με νίκες «υπηρεσιακές» του 1-0. Στον ΠΑΟ ακόμα δεν κατάλαβα τί ήθελε να εφαρμόσει και μάλλον αυτό το σύστημα είναι αυτό που υπερισχύει στην Εθνική ή αλλιώς του «βλέποντας και κάνοντας». Πάντως σε κάθε περίπτωση το ποδόσφαιρο που έπαιζαν οι ομάδες του ήταν καθαρά για «εσωτερική κατανάλωση», γι’ αυτό άλλωστε τα επιτεύγματά του στην Ευρώπη μπορούν άφοβα να συμπεριληφθούν σε μια λέξη: ΜΗΔΕΝ.
           Νόμιζα, όταν ανακοινώθηκε το όνομα του Σάντος, ότι θα έβλεπα μια Εθνική που θα έμοιαζε με τον ΠΑΟΚ του 2009-10 που θα βασίζετε σε μια άμυνα από γρανίτη και που κάθε παίχτης θα ξέρει τί θέλει και τί κάνει μέσα στο γήπεδο. Νόμιζα ότι θα επάνδρωνε τις θέσεις σύμφωνα με την αγωνιστική κατάσταση των παιχτών και θα μπορούσε να ξαναγίνει η Εθνική μια «οικογένεια» με κοινό σκοπό και στόχο. Αντί γι’ αυτό είδαμε με την ανάληψη του, να «σκάει» η βόμβα για τον ρόλο του Κατσουράνη στην ομάδα και τις άτακτες φυγές παιχτών αναγνωρισμένης αξίας.
           Έτσι φτάσαμε στο Σαββατιάτικο «φιάσκο», αλλά και στο «ματς παρωδία» της Τρίτης να έχουμε έντεκα παίχτες, που αν εξαιρέσουμε τον Αβραάμ Παπαδόπουλο και τον εκάστοτε τερματοφύλακα, κανένας άλλος δεν ήξερε τί θέλει και τί κάνει στον αγωνιστικό χώρο. Με παίχτες που τους λείπουν τα παιχνίδια ή παίζουν στις ομάδες τους σχεδόν ποτέ, όπως ο Παπασταθόπουλος, δουλειά δεν γίνεται. Ασύνδετοι παίχτες, ασύνδετες γραμμές (δεν μπορεί η απουσία του Τζιόλη να δικαιολογήσει την εικόνα) και προ πάντως παίχτες βαριεστημένοι που κάνουν αγγαρεία με την παρουσία τους στον αγωνιστικό χώρο, εκτός του Φετφατζίδη που έτρεχε σαν μύγα που ξυπνά στο καταχείμωνο και δεν ξέρει που να πάει και τί να κάνει!
           Αν όλα αυτά γίνονται για να επανέλθουν τα σχόλια για διαμαρτυρία κατά κάποιου συμπαίχτη τους, όπως το Φθινόπωρο κατά του Κατσουράνη, ας βγουν να το πουν ευθαρσώς γιατί η «ομερτά» δεν λύνει το πρόβλημα και το διαιωνίζει.
           Και να μη ξεχνούν οι συνεχιστές του «Έπους της Λισαβόνας», ότι από όσο πιο ψηλά πέφτει κανείς, τόσο πιο πολύ θόρυβο κάνει όταν «σκάει» κάτω.

            Ο υποψιασμένος
           Σέρρες, 30.3.2011

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου