«Τα πάντα εν σοφία εποίησε», αυτή η φράση με κατατρέχει μια ζωή. Ήμουν μικρό παιδάκι, λίγο πριν αρχίσουν τα μαθητικά βάσανα, σε μια κλασική μικροαστική οικογένεια, της δεκαετίας του ‘60, με τον πατέρα να εργάζεται για να προσκομίσει «τον άρτον τον επιούσιο» και οι γυναίκες της οικογένειας (μαμά και γιαγιά) έμεναν στο σπίτι για τα οικιακά και για την ανατροφή των παιδιών.
Οικιακά, αυτό το επάγγελμα αναγραφόταν στην πίσω όψη της Αστυνομικής Ταυτότητας, λίγο πιο κάτω από το θρήσκευμα με τα κεφαλαία Χ.Ο,. Οικιακά, δεν ήταν μια απλή λέξη, ούτε στην ουσία μια συγκεκριμένη ειδικότητα, είναι όλες οι ειδικότητες μαζί με «ντοκτορά» και προστίθενται «γαλόνια» με τα χρόνια υπηρεσίας, κάτι σαν τα «νταν» στο καράτε. Η μαμά, για παράδειγμα, ήταν οικοκυρά με δύο «νταν» και η γιαγιά με πολλά σκέτο καμπαναριό, ήταν βλέπεις η μαμά του μπαμπά και αυτοδικαίως έπαιρνε τα «νταν» με ... μέσον.
Στην γαλούχηση και στην ανατροφή των παιδιών, πέρα από την «υγιεινή» ανατροφή και την «κοινωνικότητα», ήταν και η ηθικοπλαστική σε Χριστιανικά πρότυπα. Έργο ιδιαίτερα δύσκολο που ήθελε πειθώ με επιχειρήματα και κοινωνικά πρότυπα. Πού να βρεθούν όμως; Στον μπακάλη που έκλεβε στο ζύγι; Στον παπά που γέμιζε τις τεράστιες τσέπες του με «Λειτουριές» και μπουκάλια «Μαυροδάφνης»; Ή στην κουτσομπόλα γειτόνισσα που για όλους «είχε ράμματα»;
Έτσι όλα, τα της ηθικοπλαστικής, είχαν αφεθεί στην τήρηση τριών «αξιωμάτων»:
α) Φιλάμε το χέρι του παπά και κάθε γέροντα, κυρίως της γιαγιάς και του παππού. β) δεν κάνουμε κακές πράξεις, γιατί θα τις δει ο Αϊ Βασίλης και την Πρωτοχρονιά δεν θα πάρουμε δώρο (τί ρουφιάνος!). γ) Ντρεπόμαστε για την φύση μας και δεν δείχνουμε την γύμνια μας σε «κοινή θέα» και δ) Να θυμόμαστε πάντα ότι ο Θεός «τα πάντα εν σοφία εποίησε».
Έτσι είχα γίνει από μια σταλιά παιδάκι «χειρομάντης», μιας κι από το φίλημα των χεριών της γιαγιάς καταλάβαινα το τί θα φάμε το μεσημέρι. Άσε που κάθε φορά που περνούσε κάποιος παπάς στηνόμασταν στην σειρά για το χειροφίλημα και σταματούσαμε κάθε δραστηριότητα (μπάλα, κρυφτό ή μπίλιες). Μια φορά μάλιστα είχαμε πετύχει τον παπά της ενορίας μας να ...κάνει το ψιλό του σ’ ένα φράχτη και στηθήκαμε, παρ’ όλου που αυτός μας έκανε νόημα να φύγουμε, μουρμουρίζοντας κάτω από τα γένια του. Αργότερα με τα χρόνια, όταν κάναμε τις ψευτοεπαναστάσεις μας, το χειροφίλημα παραχώρησε την θέση του στην «κασίδα» με την φράση «πάρε τον παπά».
Όλα με τον καιρό αλλάξανε, όλα. Το χειροφίλημα σταμάτησε, λες και ξαφνικά εξαφανίστηκαν εκείνοι οι σεβάσμιοι γέροι, την «γύμνια» μας την έχουμε σε κοινή θέα και όχι μόνο στις παραλίες, τον Αϊ Βασίλη τον θυμόμαστε μόνο όταν λέμε ιστορίες, όπως τώρα, από τα παλιά ή σε κάποιο «καρέ» την Πρωτοχρονιά. Όλα είπα; Όχι, όχι και όλα, μας έμεινε αυτό το «εν σοφία εποίησε». Αυτό αντέχει αν και έχει καταρριφτεί πολλές φορές χωρίς να είμαστε οι «MythBusters», από τότε που οι δρόμοι είχαν μόνο λάσπες.
Κάθε φορά που η ερώτηση ήταν - Γιατί γιαγιά; Γιατί μαμά; Και ακολουθούσε μια δύσκολη εγκυκλοπαιδική ερώτηση και τα «ντοκτορά» δεν επαρκούσαν να ικανοποιήσουν την παιδική πνευματική λαιμαργία, η απάντηση ήταν σχεδόν πάντα - «Έτσι, πίστευε και μη ερεύνα» ή «Τα πάντα εν σοφία εποίησε».
«Τα πάντα εν σοφία εποίησε», όταν έπεφταν τα δοντάκια μας και δεν μπορούσαμε να φάμε πασατέμπο. «Τα πάντα εν σοφία εποίησε», όταν ο Μπάμπης έχασε και τους δυο γονείς του και έμεινε ορφανός στα χέρια της γιαγιά του. «Τα πάντα εν σοφία εποίησε», όταν δεν είχαμε κάρβουνα για την σόμπα και η θερμοκρασία έπεφτε κάτω από το μηδέν (πόσο; Ποιος είχε θερμόμετρο;). «Τα πάντα εν σοφία εποίησε», όταν μας έκοβαν τα νυχάκια κι αυτά ξανάβγαιναν ενώ του παππού τα μαλλιά, που τα ήθελε, έκαναν ισόβια αποχή; «Τα πάντα εν σοφία εποίησε», αυτό το έλεγε και το ξανάλεγε ο γείτονας κυρ-Μήτσος και μουρμούριζε – Τι 206, τι 207 κόκαλα, εκεί που έπρεπε να βάλει δεν έβαλε. Τότε δεν καταλάβαινα τί εννοούσε και τον θεωρούσα «φευγάτο».
Μέχρι και στις μέρες μας, μ’ όλα αυτά που «τραβάμε», η μάνα μου δεν λέει να τ’ αποχωριστεί και το «χώνει» σαν επιχείρημα όποτε «στριμωχτεί» και μ’ αποστομώνει.
- Κάναμε Πάσχα τα Χριστούγεννα και Πρωτομαγιά την Πρωτοχρονιά και τώρα που ήρθε η Πρωτομαγιά ψάχνουμε για πετρέλαιο, το βλέπεις εσύ για σοφό;
- Σιώπα εσύ, δεν ξέρεις. Ο Θεός ξέρει. Κάνει ο καιρός γυρίσματα.
Αλλού είχα την έννοια του «έχει ο καιρός γυρίσματα» και αλλού μου το κόλλησε. Τι να πω; Αφού όλα «εν σοφία εποίησε»;
Βασίλης Α. Βαφιάδης
Σέρρες, 5.5.2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου