Το παράδειγμα της Αρχαίας Αθήνας ως υπενθύμιση στους νέους πολιτικούς
για το ποια πορεία να ακολουθήσουν όταν αύριο αντικαταστήσουν τους ήδη
φθαρμένους
Αμφιβάλλω αν υπάρχουμε δύο Έλληνες που να δίνουμε την ίδια ερμηνεία στον όρο «δημοκρατία». Έχουν πει πολλοί ότι στο όνομα της δημοκρατίας έχουν γίνει άπειρα εγκλήματα -το βλέπουμε άλλωστε καθημερινώς, όπου γης- που είναι αποτέλεσμα άλλοτε αφόρητης υποκρισίας, άλλοτε έλλειψη παιδείας.
Δεν ξέρω αν θα συμβάλω σε βελτίωση της κατάστασης, θεωρώ όμως χρήσιμο να υπενθυμίσω κάποια πράγματα στους πολιτικούς μας, μήπως και με το παράδειγμά τους πείσουν τους νέους να αναλογισθούν ποια πορεία θα ακολουθήσουν όταν αύριο αντικαταστήσουν τους ήδη φθαρμένους.
Στην δημοκρατία της αρχαίας Αθήνας, κάθε πολίτης δικαιούταν να υποβάλει πρόταση ψηφίσματος γραπτώς στο Δήμο. Η πρόταση τοιχοκολλείτο στο οίκημα του επωνύμου άρχοντα. Ο Δήμος το παρέπεμπε στη Βουλή που το εξέταζε από άποψη νομιμότητας, το διετύπωνε νομοτεχνικώς και το επέστρεφε με τη φράση «ό,τι αν τω Δήμω δοκεί άριστον είναι».
Ο Δήμος απεφάσιζε με ψηφοφορία ή χειροτονία. Τα ψηφίσματα μπορεί να ήσαν μεγάλης σημασίας (όπως τα δικά μας άρθρα Συντάγματος) ή μικρής (υπουργικές αποφάσεις). Επειδή υπήρχε σύγχυση, οι ρυθμίσεις συντακτικού περιεχομένου απεκλήθησαν νόμοι.
Μετά, καθιερώθηκε η «γραφή παρανόμων», προς ακύρωση ψηφισμάτων που ερχόταν σε σύγκρουση με τα παλαιότερα. Προς ένδειξη σεβασμού στους «πατρώους νόμους» ανέθεταν σε επιτροπή πολιτών την υποστήριξη του παλαιού νόμου. Σήμερα κάθε νόμος ισχύει εκτός αν ρητώς τον ακυρώσει νεότερος, πολλοί όμως ευρίσκονται εν αχρησία.
Μπορούσε πολίτης να στραφεί εναντίον εκείνου που είχε προτείνει νόμο ή ψήφισμα αντίθετο προς τους υφισταμένους. Αν ο μηνυτής δεν δικαιωνόταν, καταδικαζόταν. Αν συνέβαινε τρεις φορές έχανε τα πολιτικά του δικαιώματα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μη προτείνονται νόμοι με επιπόλαιο τρόπο, και να ακυρώνονται με την πρώτη ευκαιρία, όταν διαπιστωνόταν το άδικο ή το ανεφάρμοστό τους.
Σε «μη επιτήδειο» νομοσχέδιο, δηλαδή επιζήμιο για την πολιτεία, προβλεπόταν ακόμη και η ποινή θανάτου, αναλόγως προς το μέγεθος της βλάβης που δημιουργήθηκε ή απειλήθηκε στα συμφέροντα της Πολιτείας. (Αν εφαρμοζόταν κάτι παρόμοιο στην σύγχρονη Ελλάδα, θα άδειαζε η χώρα από πολιτικούς).
Για πολλούς όμως πολίτες, δεν ήταν ο θάνατος η χειρότερη ποινή, αλλά ο «εξοστρακισμός» (γνωστό το παράδειγμα του Σωκράτη, που προτίμησε τον θάνατο, παρά την ατίμωση της εξορίας). Και μάλιστα, έγινε κατάχρηση και εναντίον των «υπερεχόντων» για να μη διακρίνεται κάποιος ιδιαιτέρως. Με ψήφισμα κατά πρόταση του Διοπείθους, την εποχή του Περικλή, άνοιξε ο δρόμος για διωγμούς των φιλοσόφων και σοφιστών.
Κατά τον Πλάτωνα, η δημοκρατία καθιστάμενη αχαλίνωτη, καταντά «παντοπώλιον» πολιτευμάτων και οδηγεί στην τυραννία. Όλοι οι φιλόσοφοι, και κυρίως ο Αριστοτέλης, φοβούνταν ακριβώς αυτήν την μετατροπή, στην οποία φθάνει η δημοκρατία όταν πάψει η εφαρμογή των νόμων.
Εδώ είναι λοιπόν, το νεοελληνικό πρόβλημα. Ότι απαιτούμε να εφαρμόζονται οι νόμοι όταν μας ευνοούν (και καλώς πράττουμε), αλλά τους παραβιάζουμε χωρίς καμιά ενοχή όταν δεν μας εξυπηρετούν. Οι ίδιοι άνθρωποι, όταν διαμείνουμε στο εξωτερικό, αλλάζουμε εντελώς συμπεριφορά, επειδή γνωρίζουμε ότι εκεί οι νόμοι εφαρμόζονται, χωρίς εξαιρέσεις.
Άρα, δεν πρόκειται ποτέ να δει βελτίωση η πολιτεία, όσο πορευόμαστε με την σημερινή τακτική. Και δυστυχώς, δεν προβλέπεται να αλλάξει κάτι οικειοθελώς, επειδή οι ίδιοι οι πολιτικοί που νομοθετούν, είναι αυτοί που τους παραβιάζουν προς όφελός τους, δίνοντας το κακό παράδειγμα. Με τους σημερινούς πολιτικούς μας, ενεχόμενοι άλλοι λίγο, άλλοι πολλοί -αλλά όλοι- στη σημερινή άσχημη κατάσταση, και οι οποίοι εξακολουθούν να εφαρμόζουν παλαιοκομματικές τακτικές, το μέλλον δεν μπορεί να είναι ευοίωνο.
Ο Μακεδών
Αμφιβάλλω αν υπάρχουμε δύο Έλληνες που να δίνουμε την ίδια ερμηνεία στον όρο «δημοκρατία». Έχουν πει πολλοί ότι στο όνομα της δημοκρατίας έχουν γίνει άπειρα εγκλήματα -το βλέπουμε άλλωστε καθημερινώς, όπου γης- που είναι αποτέλεσμα άλλοτε αφόρητης υποκρισίας, άλλοτε έλλειψη παιδείας.
Δεν ξέρω αν θα συμβάλω σε βελτίωση της κατάστασης, θεωρώ όμως χρήσιμο να υπενθυμίσω κάποια πράγματα στους πολιτικούς μας, μήπως και με το παράδειγμά τους πείσουν τους νέους να αναλογισθούν ποια πορεία θα ακολουθήσουν όταν αύριο αντικαταστήσουν τους ήδη φθαρμένους.
Στην δημοκρατία της αρχαίας Αθήνας, κάθε πολίτης δικαιούταν να υποβάλει πρόταση ψηφίσματος γραπτώς στο Δήμο. Η πρόταση τοιχοκολλείτο στο οίκημα του επωνύμου άρχοντα. Ο Δήμος το παρέπεμπε στη Βουλή που το εξέταζε από άποψη νομιμότητας, το διετύπωνε νομοτεχνικώς και το επέστρεφε με τη φράση «ό,τι αν τω Δήμω δοκεί άριστον είναι».
Ο Δήμος απεφάσιζε με ψηφοφορία ή χειροτονία. Τα ψηφίσματα μπορεί να ήσαν μεγάλης σημασίας (όπως τα δικά μας άρθρα Συντάγματος) ή μικρής (υπουργικές αποφάσεις). Επειδή υπήρχε σύγχυση, οι ρυθμίσεις συντακτικού περιεχομένου απεκλήθησαν νόμοι.
Μετά, καθιερώθηκε η «γραφή παρανόμων», προς ακύρωση ψηφισμάτων που ερχόταν σε σύγκρουση με τα παλαιότερα. Προς ένδειξη σεβασμού στους «πατρώους νόμους» ανέθεταν σε επιτροπή πολιτών την υποστήριξη του παλαιού νόμου. Σήμερα κάθε νόμος ισχύει εκτός αν ρητώς τον ακυρώσει νεότερος, πολλοί όμως ευρίσκονται εν αχρησία.
Μπορούσε πολίτης να στραφεί εναντίον εκείνου που είχε προτείνει νόμο ή ψήφισμα αντίθετο προς τους υφισταμένους. Αν ο μηνυτής δεν δικαιωνόταν, καταδικαζόταν. Αν συνέβαινε τρεις φορές έχανε τα πολιτικά του δικαιώματα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μη προτείνονται νόμοι με επιπόλαιο τρόπο, και να ακυρώνονται με την πρώτη ευκαιρία, όταν διαπιστωνόταν το άδικο ή το ανεφάρμοστό τους.
Σε «μη επιτήδειο» νομοσχέδιο, δηλαδή επιζήμιο για την πολιτεία, προβλεπόταν ακόμη και η ποινή θανάτου, αναλόγως προς το μέγεθος της βλάβης που δημιουργήθηκε ή απειλήθηκε στα συμφέροντα της Πολιτείας. (Αν εφαρμοζόταν κάτι παρόμοιο στην σύγχρονη Ελλάδα, θα άδειαζε η χώρα από πολιτικούς).
Για πολλούς όμως πολίτες, δεν ήταν ο θάνατος η χειρότερη ποινή, αλλά ο «εξοστρακισμός» (γνωστό το παράδειγμα του Σωκράτη, που προτίμησε τον θάνατο, παρά την ατίμωση της εξορίας). Και μάλιστα, έγινε κατάχρηση και εναντίον των «υπερεχόντων» για να μη διακρίνεται κάποιος ιδιαιτέρως. Με ψήφισμα κατά πρόταση του Διοπείθους, την εποχή του Περικλή, άνοιξε ο δρόμος για διωγμούς των φιλοσόφων και σοφιστών.
Κατά τον Πλάτωνα, η δημοκρατία καθιστάμενη αχαλίνωτη, καταντά «παντοπώλιον» πολιτευμάτων και οδηγεί στην τυραννία. Όλοι οι φιλόσοφοι, και κυρίως ο Αριστοτέλης, φοβούνταν ακριβώς αυτήν την μετατροπή, στην οποία φθάνει η δημοκρατία όταν πάψει η εφαρμογή των νόμων.
Εδώ είναι λοιπόν, το νεοελληνικό πρόβλημα. Ότι απαιτούμε να εφαρμόζονται οι νόμοι όταν μας ευνοούν (και καλώς πράττουμε), αλλά τους παραβιάζουμε χωρίς καμιά ενοχή όταν δεν μας εξυπηρετούν. Οι ίδιοι άνθρωποι, όταν διαμείνουμε στο εξωτερικό, αλλάζουμε εντελώς συμπεριφορά, επειδή γνωρίζουμε ότι εκεί οι νόμοι εφαρμόζονται, χωρίς εξαιρέσεις.
Άρα, δεν πρόκειται ποτέ να δει βελτίωση η πολιτεία, όσο πορευόμαστε με την σημερινή τακτική. Και δυστυχώς, δεν προβλέπεται να αλλάξει κάτι οικειοθελώς, επειδή οι ίδιοι οι πολιτικοί που νομοθετούν, είναι αυτοί που τους παραβιάζουν προς όφελός τους, δίνοντας το κακό παράδειγμα. Με τους σημερινούς πολιτικούς μας, ενεχόμενοι άλλοι λίγο, άλλοι πολλοί -αλλά όλοι- στη σημερινή άσχημη κατάσταση, και οι οποίοι εξακολουθούν να εφαρμόζουν παλαιοκομματικές τακτικές, το μέλλον δεν μπορεί να είναι ευοίωνο.
Ο Μακεδών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου