Η ιστορία της ζωής του ηθοποιού Μηνά Χατζησάββα που απεβίωσε
χτες, όπως την είχε αφηγηθεί ο ίδιος
Ο γνωστός ηθοποιός Μηνάς Χατζησάββας απεβίωσε την Δευτέρα το
βράδυ σε ηλικία 67 ετών στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός», όπου νοσηλευόταν έπειτα
από εγκεφαλικό επεισόδιο πριν από μία εβδομάδα.
Αυτή είναι η
συνέντευξη της ζωής του.
Ποιοι υπήρξαν οι
παιδικοί σας ήρωες;
Ο Τεν – Τεν ήταν ήρωάς μου καθ’ ότι γαλλικής κουλτούρας.
Ακόμη ένα παιδί στη γειτονιά μου, που όλοι τον έλεγαν, ο αλήτης. Έκανε
απίστευτα πράγματα. Έβριζε, έσπαγε τζάμια. Ήταν ήρωάς μου γιατί εγώ ήμουν μέσα
σε μια αυλή και καθόμουν κι έβλεπα αυτόν να σπάει τζάμια. Μ’ άρεσε πολύ που
μπορούσε και τα κατάφερνε….
Θέλατε από μικρός να
κάνετε θέατρο;
Όταν ήμουν μικρός, όλοι θέλαμε να παίξουμε σινεμά. Ήμουν
τυχερός, έκανα καλό σινεμά ταυτόχρονα με το θέατρο.
Είχα κάνει την επανάσταση μου – η μητέρα μου δεν ήθελε, ο
πατέρας μου δεν είχε αντίρρηση. Μετά βγήκε η τηλεόραση… Η αλήθεια είναι ότι
όλοι φάγαμε ψωμί με την τηλεόραση.
Ο κινηματογράφος είναι ακριβό χόμπι, και ίσως σήμερα να
είναι ακόμα πιο ακριβό. Το ίδιο και το θέατρο. Εγώ ξεκίνησα πολύ αργά
τηλεόραση, γύρω στα 45.
Ήμουν μεγάλος, τα μυαλά μου δεν μπορούσαν να πάρουν αέρα.
Ξεκινήσατε οπότε από
νέος...
Από πολύ νέος, ναι. Κι επειδή ντρεπόμουν να το αποτολμήσω
στα πάτρια εδάφη, έφυγα με το που τέλειωσα το σχολείο για τη Γαλλία και φοίτησα
εκεί για ένα χρόνο, στη Δραματική Σχολή του Ρενέ Σιμόν.
Δέκα μήνες ήταν, στην ουσία, η φοίτηση. Στη διάρκειά τους,
όμως, έπαιξα πάνω από πενήντα ρόλους. Τα έργα δεν προλάβαινα να τα διαβάσω!
Έτσι ήταν το σύστημα εκεί. Περισσότερο πρακτική παρά θεωρία. Αν δεν τα «έλεγες»
καλά, σε ένα τρίμηνο σου το ξέκοβαν: «αλλάξτε επάγγελμα»! Ανοίξανε τα μάτια μου
χάρη σ’ αυτό.
Είδα πως υπάρχουν χιλιάδες ρόλοι και πως κάθε ρόλος πρέπει
να παίζεται διαφορετικά. Εν τω μεταξύ, για να τα βγάλω πέρα ως προς το ζην
έκανα ένα σωρό δουλειές. Η καλύτερή μου; Ντυμένος σαν αεροπόρος της Ολυμπιακής,
διαφήμιζα τα ελληνικά προϊόντα στα σούπερ-μάρκετ του Παρισιού! Το είχα δει σα
ρόλο και το διασκέδαζα πολύ!
Ύστερα από τη
«θητεία» στο Παρίσι, επιστρέψατε στην Ελλάδα;
Ναι και έγινα δεκτός στη Δραματική Σχολή του Εθνικού θεάτρου.
Εντελώς άλλο σύστημα εκεί!
Ποιοι ήταν οι
συμμαθητές σας;
Α, ήμασταν εξαιρετική τάξη. Πρώτα απ’ όλα, συμφοιτήτριά μου
ήταν η Υβόννη Μαλτέζου (ήταν η μικρότερη απ’ όλους μας κι ερχόταν κατευθείαν
από το σχολείο, με την ποδιά της, στο Εθνικό!) και μαζί μας ήταν, ακόμη, η Άννα
Βαγενά, η Κατιάνα Μπαλανίκα, ο Κώστας Αρζόγλου, ο Νίκος Σκυλοδήμος, η Μαριάννα
Τόλη, η Βάσια Τριφύλη, η Σμαράγδα Σμυρναίου, ο Νίκος Απέργης, η Τιτίκα
Στασινοπούλου…
Έχετε ποτέ μετανιώσει
που «μπλέξατε» με το θέατρο;
Α, πάρα πολλές φορές! Το αντιμετωπίζω, όμως, σα ναρκωτικό!
Το «παίρνεις» και για λίγο σε φτιάχνει και μετά λες «μα τι κάνω;»! Στο χώρο του
θεάτρου κερδίζεις άπειρα πράγματα. Το κυριότερο; Είσαι κοντά στον άνθρωπο. Κι
αν δεν είσαι κοντά στον άνθρωπο, χάνεσαι. Εμείς οι ηθοποιοί ερχόμαστε συνεχώς
σε επαφή με πολύ κόσμο, με την τρυφερότητα, την αγάπη αλλά και τη βρωμιά του
είδους μας… Το θέατρο είναι μεγάλη ιστορία. Είναι ένα επάγγελμα που μπορεί να
σα κάνει καλύτερο άνθρωπο –δεν γινόμαστε όλοι, βέβαια, αλλά το ίδιο δεν συμβαίνει
και στη ζωή;
Κι η τηλεόραση;
Ήμουν τυχερός ως προς τις συνεργασίες μου στην τηλεόραση.
Δεν ντράπηκα ποτέ γι’ αυτά που έκανα. Τώρα δεν υπάρχει πια, ούτε και χρήματα υπάρχουν.
Τηλεόραση δεν βλέπω τακτικά. Μόνο ειδήσεις, καμιά ωραία ταινία και κανένα
ντοκιμαντέρ. [Θυμάμαι όμως το ραδιόφωνο επί Χατζιδάκι στην ΕΡΤ, τότε που οι
εκπομπές θεάτρου έδιναν και έπαιρναν. Δεν λησμόνησα ποτέ εκείνες τις Τετάρτες
και εκείνες τις Κυριακές. Ήταν θαύμα αυτό που άκουγα.
Τα παραδοσιακά
χάθηκαν...
Ό,τι λέμε παραδοσιακό με αφήνει αμήχανο. Μ’ αρέσει τα
πράγματα να προχωράνε. Μ’ αρέσει όλα να είναι σύγχρονα.
Ποιους ρόλους έχετε
σαν απωθημένο;
Τον Οιδίποδα τύραννο και τον Οιδίποδα επί Κολωνώ . Έφτασα
κάποτε στο παρα-πέντε. Τον Συρανό, τον οποίο πάντα αγαπούσα, ευτύχησα να τον
ερμηνεύσω στην Πάτρα με σκηνοθέτιδα την Νικαίτη Κοντούρη. Είχα τον Βασιλιά Ληρ
και ακόμη τον έχω… Με πρόλαβε, όμως, φέτος, αν και νεότερός μου, ο Κιμούλης!
Έχει αλλάξει η
ατμόσφαιρα στο θέατρο από την εποχή που κάνατε τα πρώτα καλλιτεχνικά σας βήματα
στις αρχές της δεκαετίας του ’70, κι αν ναι το όραμά σας παραμένει το ίδιο μετά
αυτή την πλούσια πορεία;
Ζήσαμε μια σοβαροφάνεια. Έτσι φαίνονταν. Ο δάσκαλος, ο
μαθητής, στις θέσεις τους. Δεν συμφωνώ και προσπαθώ να μην είμαι έτσι στους
νεώτερους. Το όραμά ήταν να ανακαλύψω και να εκφραστώ, εγώ προσωπικά, με κάποια
πράγματα που δεν μπορούσα εκ των πραγμάτων μόνος μου να εκφράσω. Μέσω του
θεάτρου έβγαλα αυτά που ήθελα να βγάλω. Εξακολουθεί να γίνεται αυτό. Έχω
καταφέρει να κοιμάμαι ήσυχος…
Όταν βλέπω όνειρα είμαι
ευχαριστημένος. Αισθάνομαι ότι ο χρόνος δεν ήταν χαμένος...
Έχετε νιώσει να σας
λείπει κάτι;
Δεν έκανα τίποτα άλλο στη ζωή μου πέρα απ’ την τέχνη για να
ξέρω. Μαζί με την τέχνη άλλωστε πορεύτηκα, και αν είμαι αυτό που είμαι, το
οφείλω στην τέχνη. Για να ασχοληθείς με την ανακάλυψη του κάθε ρόλου και να
μπορείς να το αποδόσεις αυτό, πρέπει να αγαπάς πολύ τον άνθρωπο. Αν ασχοληθείς
με τον άλλον θα ανακαλύψεις τον εαυτό σου. Όπως ακριβώς γίνεται και με τον
έρωτα. Δεν υπάρχει έρωτας αν ο ένας δεν ασχοληθεί για τον άλλο και ξεχάσει τον
εαυτό του. Θα πρέπει να ξεχάσεις τον εαυτό σου για να μπορέσει να γίνει ίση μία
σχέση. Αν βάζεις τον εαυτό σου πάνω από όλα, δεν πρόκειται να γίνει σχέση. Αλλά
όταν δώσεις τον εαυτό σου σε κάτι, αυτό θα εκτιμηθεί πιστεύω.
Φτάσατε κάποια στιγμή
να αμφισβητήσετε την ορθότητα του δρόμου που πήρατε;
Πέρασα πάρα πολύ δύσκολα, πολλά χρόνια, έκανα πολύ αργά
βήματα, αλλά πιστεύω πως ήταν σταθερά όμως. Αν ήμουν νέος και είχα μεγάλη
επιτυχία τότε... - δεν ξέρω πώς θα ήμουν τώρα. Ζυμώθηκα με δυσκολίες και αυτή
τη στιγμή μπορώ να πω ότι είμαι τυχερός, γιατί ζω μία καλή πραγματικότητα, με
σέβονται, με αγαπάνε, πιστεύουνε σε μένα, και είναι πολύ ωραία συναισθήματα να
τα αισθάνεται κανείς αυτά...
Ό,τι δυσκολία και να είχε, την αντιμετώπιζα. Άλλωστε, δεν
διάλεξα το θέατρο για τα φανταχτερά ονόματα, και την δημοσιότητα. Αυτά ήρθαν
μετά, και μετά από πάρα πολλή δουλειά.
Πότε φτάνετε στα όρια
σας μέσα στη δουλειά σας;
Σε κάθε πρεμιέρα αισθάνομαι μεγάλη ανατριχίλα. Κάθε φορά
νοιώθω ότι χάνω πέντε χρόνια από τη ζωή. Σαν μεγάλη ανατριχίλα από το
αποτέλεσμα ήταν με τον Ματίας Λάνχοφ και το Κρατικό Βορείου Ελλάδας στις Βάκχες
στην Επίδαυρο το ’97. Αισθάνθηκα ότι έγινε κάτι συνταρακτικό, για άλλους θετικό
και κατ’ άλλους αρνητικό. Ανατριχίλα ένοιωσα και όταν προχθές χάλασε κάτι πάνω
στην σκηνή. Η μεγάλη ανατριχίλα συνέχεια μας ακολουθεί….
Η σχέση σας με το
παρελθόν ποια είναι;
Μου έρχονται κάποιες φορές καρέ – καρέ εικόνες από τη ζωή
μου. Δεν ξέρω αν θα’ θελα να τα ξαναζήσω. Συνήθως δεν κοιτάζω φωτογραφίες, ίσως
δεν θέλω να αντιμετωπίσω την πραγματικότητα. Περισσότερο θα’ θελα να είχα σαν φιλμ
είναι το μέλλον. Να δω τι θα συμβεί παρακάτω. Το παρελθόν με θλίβει πολλές
φορές. Σκέπτομαι τις αγωνίες να γίνουν κάποια πράγματα. Δεν είμαι από τους
ανθρώπους που ανατρέχω πολύ στο παρελθόν.
Νιώσατε ποτέ τάσεις
αυτοκαταστροφής;
Μακάρι να μην βγουν και άλλοι με τις δικές μου τρέλες και
εμμονές.
Τελευταία
αμφισβητήθηκε η αξία της Αλίκης Βουγιουκλάκης από την κριτικό Ροζίτα Σώκου. Τι
λέτε;
Θα σας πω μόνο ότι όταν είχα δει τη Βουγιουκλάκη, ως μαθητής
δημοτικού, είπα ότι αξίζει να είσαι ηθοποιός.
Φαίνεστε ήρεμος
άνθρωπος. Πότε φτάνετε στα άκρα;
Συνήθως φθάνω πάρα πολύ τακτικά στα άκρα, μόνο που δεν το
δείχνω. Όταν το δείξω γίνεται μεγάλος πανικός, αλλά γενικώς έχω υπομονή. Δείχνω
κατανόηση για τους γύρω μου κάτι που πολλές φορές μου δημιουργεί πιέσεις.
Είμαστε σε μόνιμη διαπραγμάτευση με
τον θάνατο, έτσι δεν είναι; Εγώ, πάντως, πιστεύω πως δεν υπάρχει τίποτα μετά τη
ζωή. Τίποτα απολύτως!
Ονειρεύεστε;
Όταν βλέπω όνειρα είμαι ευχαριστημένος. Αισθάνομαι ότι ο
χρόνος δεν ήταν χαμένος γιατί πάντα ένα όνειρο σε βάζει σε σκέψεις. Ένα όνειρο
σου δημιουργεί μια διάθεση, καλή ή κακή, ξεκινώντας τη μέρα σου. Λειτουργεί
ψυχαναλυτικά. Όταν δεν βλέπω όνειρα είναι μια περίεργη σιωπή που αρχίζει να σε
ανησυχεί λιγάκι.
Πώς είναι οι σχέσεις
στη ζωή σας;
Οι περισσότερες σχέσεις μου, οι πιο φιλικές που κρατάνε
μέχρι τώρα, ήταν προηγούμενα και ερωτικές. Δένει τους ανθρώπους ο έρωτας.
Βέβαια όταν δύο άνθρωποι είναι ερωτευμένοι, ή όταν γίνεται ο χωρισμός είναι
επώδυνο πιθανόν και για τους δύο, αλλά μετά όμως κατακτιέται μια σχέση φιλίας.
Αυτό μου έχει αποδείξει η ζωή.
Είναι δύσκολο για
έναν καλλιτέχνη να μεγαλώνει; Εσάς σας απασχολεί η ηλικία;
Είναι δύσκολο και περίεργο μαζί. Απ’ τη μια πλευρά, όσο
μεγαλώνεις έχεις εμπειρίες ξέρεις περισσότερα, βρίσκεις πιο γρήγορα το στόχο
καθώς η αντίληψη σου είναι οξυμένη και δεν σε πειράζει να ρισκάρεις ίσως και
παραπάνω, διότι βλέπεις την ουσία των πραγμάτων, όχι την επιφάνεια, και σ’
ενδιαφέρει λιγότερο το τι θα πουν οι άλλοι… Αλλά απ’ την άλλη πλευρά, αυτή η
κατάκτηση έρχεται σε αντίθεση με το σώμα σου. Το σώμα σου, δηλαδή, δεν μπορεί
να σε ακολουθήσει. Θέλεις να κάνεις τολμηρά πράγματα, αλλά σε πονάει το πόδι
σου, πιανεται η μέση σου, ξεχνάς τα λόγια σου και πάει λέγοντας. Το πνεύμα
θέλει, αλλά το σώμα έχει αντιρρήσεις. Αυτή είναι μια εμπειρία πολύ άσχημη για
κάθε καλλιτέχνη. Ε, δεν έχω και την αίσθηση πια ότι είμαι τόσο πολύ γέρος!
Εντάξει ξέρω ότι ανά πάσα στιγμή μπορεί να βρεθεί μπροστά μου ένας πιτσιρικάς
και να με αποκαλέσει παππού (ή και, λιγότερο ευγενικά, παλιόγερο)… Τι να κάνω,
θα το αποδεχτώ. Αλλά μέσα μου, ασχέτως πώς φαίνομαι εξωτερικά, δεν αισθάνομαι
και τόσο μεγάλος, αυτό το «γέροντα, γέροντα» που με φωνάζουν στην παράσταση,
μου κακοφαίνεται. Είναι λίγο δύσκολο να το αντέξω… Εντάξει, να με λένε πατέρα ή
μπαμπά, αλλά γέροντα;
Σκέφτεστε τον θάνατο
κύριε Χατζησάββα;
Είμαστε σε μόνιμη διαπραγμάτευση μαζί του, έτσι δεν είναι;
Εγώ, πάντως, πιστεύω πως δεν υπάρχει τίποτα μετά τη ζωή. Τίποτα απολύτως! Η ζωή
μας είναι ό,τι είμαστε, τελεία και παύλα. Γι’ αυτό θέλω να δουλεύω, να δουλεύω,
να δουλεύω. Αν δεν είχα τη δουλειά μου να με κρατάει, δεν ξέρω τι θα έκανα… Όσο
έχω ακόμη δυνάμεις, ας παιδεύομαι. Περνάει καλύτερα έτσι η ζωή, δεν συμφωνείτε;
Πόσα χρόνια είστε στο
θέατρο;
Πενήντα. Πήρα τον πρώτο μου ρόλο το 1965. Ήταν ο Πάρις από
τον «Ρήσο» του Ευριπίδη που ανέβηκε στο αρχαίο θέατρο της Δωδώνης στη
σκηνοθεσία του Τάκη Μουζενίδη με το Εθνικό θέατρο.
Πιστεύετε άραγε πως
ίσως να είναι και μια ευκαιρία η κρίση;
Ίσως. Ίσως να μπορέσουμε να θέσουμε με μεγαλύτερη σαφήνεια
κάποια ερωτήματα για μας τους ίδιους, για τη ζωή μας. Δεν μ’ αρέσει να κρίνω
ούτε να βγάζω αποφάσεις. Αλλά μπορώ να καταλάβω τι σημαίνει ενοχή. Δεν
αισθάνομαι και τόσο αθώος. Είμαι αριστερής σκέψης, αλλά νομίζω ότι μας έμαθαν
να ζούμε και λιγάκι ωφελιμιστικά. Να είμαστε ελαστικοί, να κάνουμε «λαμογιές»,
ανάλογα με τις δυνατότητες μας. Βλέπω αυτούς που φωνάζουν και σκέφτομαι ότι θα
ήταν ωραίο, από μια άποψη, να μπορώ κι εγώ να καταδικάζω, θα έκανε πιο απλά τα
πράγματα. Αλλά πώς να βγω να φωνάξω και να καταδικάσω; Σίγουρα εμένα θα
μπορούσε να με βάλει στη θέση μου κάποιος που δεν έχει τα μέσα να ζήσει. Εγώ
πήρα καλή σύνταξη, μπορώ να ζήσω με αξιοπρέπεια. Δούλεψα, αλλά ίσως κάποιοι
άλλοι δεν είχαν αυτή τη δυνατότητα. Πολλοί λοιπόν έχουν λόγους να φωνάζουν.
Αλλά για μένα το σημαντικό είναι να θέσουμε με ωριμότητα
κάποια ερωτήματα, να σκεφτούμε πιο σοβαρά για τη ζωή μας, την ηθική μας, το τι
μας δένει με τους άλλους – και η κρίση μας ίσως τελικά μας αναγκάζει να το
κάνουμε αυτό. Όχι ότι θα μπορέσουμε να δώσουμε τελικά απαντήσεις. Όπως και να
‘χει, θα πεθάνουμε με ερωτήματα και με την αμφιβολία…
Η παραπάνω αφήγηση αποτελεί συμπίλημα από συνομιλίες του
Μηνά Χατζησάββα με τους: Ιλειάνα Δημάδη, Γιάννη Αλεξίου, Νίκη Ορφανού, Ελένη
Σκάρπου, Γιάννη Καραμπίτσο
lifo.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου