Άφθονη τροφή για αντιπαράθεση μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ - Νέας Δημοκρατίας –
και επί της πολιτικής, αλλά και επί των... αριθμών ...
... έδωσαν οι ομιλίες
του πρωθυπουργού και του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης στη
Θεσσαλονίκη. Από τις εξαγγελίες των Αλέξη Τσίπρα και Κυριάκου Μητσοτάκη
κατέστη σαφές ότι τα δύο κόμματα θα απευθυνθούν σε εντελώς διαφορετικά
«κοινά» ενόψει των επόμενων βουλευτικών εκλογών.
● Η κυβέρνηση έχει ήδη χαράξει «γραμμή» υπεράσπισης των «πολλών»
(δηλαδή των φορολογούμενων με τα χαμηλότερα εισοδήματα και τις
μικρότερες περιουσίες).
● Η Ν.Δ. στοχεύει περισσότερο στη «μεσαία τάξη», η οποία όμως έχει σαφώς μικρότερο αριθμό εκπροσώπων.
Αυτά σε πολιτικό επίπεδο. Στο καθαρά οικονομικό είναι πλέον
δεδομένο ότι θα ανοίξει μια συζήτηση αντίστοιχη με αυτή του 2014: Είναι
εφικτό να υλοποιηθούν οι εξαγγελίες της Νέας Δημοκρατίας; Ποιο είναι το
δημοσιονομικό κόστος που επιφέρουν και σε ποιες «παραδοχές» στηρίζεται η
υλοποίησή τους;
Ήδη η κυβέρνηση άρχισε να εξαπολύει πυρά στο αντίπαλο πολιτικό
στρατόπεδο υποστηρίζοντας ότι τα μέτρα που εξήγγειλε ο Κυριάκος
Μητσοτάκης έχουν ως «προαπαιτούμενα» την περικοπή των συντάξεων, αλλά
και τη μείωση του αφορολογήτου.
Ο Μητσοτάκης έθεσε άλλο ένα «προαπαιτούμενο» για την υλοποίηση του
προγράμματός του: τη μείωση του στόχου για την παραγωγή πρωτογενούς
πλεονάσματος από το επίπεδο του 3,5%. Εύλογα λοιπόν προκύπτει το
ερώτημα: «Και τι γίνεται αν οι δανειστές δεν δεχτούν να ανοίξει αυτή η
συζήτηση;». Είναι πλέον προφανές ότι με την είσοδο στο προεκλογικό
δωδεκάμηνο (η είσοδος γίνεται και επίσημα σε λίγες ημέρες) θα βγουν και
τα «μαχαίρια», αλλά και τα... κομπιουτεράκια.
Φορολογία φυσικών προσώπων
Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι προφανές πλέον ότι ρίχνει όλο το βάρος στο να
ακυρώσει την ψηφισμένη διάταξη για τη μείωση του αφορολογήτου από τα
1.900 ευρώ που είναι σήμερα στα 1.250 ευρώ. Αυτό αφορά βέβαια το 2020,
αλλά η συζήτηση είναι ανοιχτή από τώρα λόγω του μαζικού ενδιαφέροντος
για το θέμα.
Η κυβέρνηση θέλει να διαθέσει τουλάχιστον 2 δισ. ευρώ διαθέσιμου
δημοσιονομικού χώρου προκειμένου να αποφευχθεί η μείωση του εισοδήματος
όλων των μισθωτών και όλων των συνταξιούχων κατά 650 ευρώ τον χρόνο ή
κατά 50 ευρώ τον μήνα, καθώς σε διαφορετική περίπτωση θα κληθεί να πάει
στις κάλπες με το... βάρος ότι ψήφισε ένα μέτρο που εξαφανίζει έναν
ολόκληρο μισθό ή μια ολόκληρη σύνταξη για χαμηλόμισθους και
χαμηλοσυνταξιούχους.
Βεβαίως η διατήρηση του αφορολογήτου συνεπάγεται ότι δεν μένει...
ούτε ευρώ για να μειωθεί ο φόρος εισοδήματος φυσικών προσώπων για
κανέναν. Και αυτό διότι η διατήρηση του αφορολογήτου θα συνοδευτεί από
απόσυρση της διάταξης για μείωση της εισφοράς αλληλεγγύης ή και του
χαμηλού συντελεστή της φορολογικής κλίμακας από το 22% στο 20%.
Ενεργοποίηση αυτών των μέτρων, που επίσης έχουν ψηφιστεί, θα έφερνε
ελαφρύνσεις στους έχοντες ατομικό εισόδημα άνω των 22.000 ευρώ, με τη
μείωση της επιβάρυνσης να φτάνει ακόμα και στα 700 - 1.000 ευρώ σε
ετήσια βάση. Αυτό το «παράθυρο ευκαιρίας» για τα μικρομεσαία, μεσαία και
υψηλά εισοδήματα θα κλείσει από τη στιγμή που θα αποφασιστεί να
διατηρηθεί το αφορολόγητο.
Η Νέα Δημοκρατία από την πλευρά της, κινούμενη με την ελευθερία που
της επιτρέπει το ότι βρίσκεται στην αντιπολίτευση, έχει την πολυτέλεια
να εξαγγέλλει μια κατακόρυφη μείωση του βασικού συντελεστή της
φορολογικής κλίμακας από το 22% που είναι σήμερα, στο 9%. Η πρόταση
βέβαια δημιουργεί ερωτήματα:
● Σε ποιο βάθος χρόνου σχεδιάζεται να υλοποιηθεί το συγκεκριμένο μέτρο;
● Η χρηματοδότησή του προϋποθέτει ή όχι τη μείωση του αφορολογήτου;
Διότι άλλος ο δημοσιονομικός χώρος που μπορεί να υπάρξει στη μια
περίπτωση και άλλος στην άλλη.
Η πρόταση Μητσοτάκη είναι σαφές ότι αγγίζει το σύνολο της βάσης των
μισθωτών και των συνταξιούχων, ακόμα και τους έχοντες υψηλά ή και πολύ
υψηλά εισοδήματα, καθώς η μείωση του συντελεστή αφορά τα πρώτα 10.000
ευρώ του ετήσιου εισοδήματος. Προφανώς, αν συνδυαστεί με τη μείωση του
αφορολογήτου, για τα πολύ χαμηλά εισοδήματα θα προκύψει αύξηση της
επιβάρυνσης και όχι μείωση.
Φόρος κατοχής ακινήτων
Το πρόγραμμα της σημερινής κυβέρνησης είναι πολύ συγκεκριμένο: θα
διαθέσει περίπου 320 εκατ. ευρώ από τον δημοσιονομικό χώρο του 2019 για
να ευνοήσει κυρίως τους έχοντες ατομική περιουσία έως 60.000 ευρώ ή έως
100.000 ευρώ. Στην πραγματικότητα, δηλαδή, θα μοιράσει ποσά της τάξεως
των 20-80 ευρώ ανά ιδιοκτήτη θεσπίζοντας ειδικούς μειωτικούς
συντελεστές, ώστε να ευνοηθούν οι έχοντες τα φθηνότερα ακίνητα ή τη
μικρότερης αξίας περιουσία.
Η κλίμακα με τους συντελεστές θα διαφοροποιηθεί το 2020 καθώς θα
διατεθούν επιπλέον 300 εκατ. ευρώ από τον διαθέσιμο δημοσιονομικό χώρο,
ώστε να προστεθούν ακόμα περισσότεροι στη λίστα των ευνοημένων.
Η Νέα Δημοκρατία, από την άλλη, πρότεινε η μείωση της επιβάρυνσης
να μην είναι αντίστροφα προοδευτική, ώστε να ευνοούνται οι έχοντες τη
μικρότερη περιουσία με μεγαλύτερα ποσοστά έκπτωσης, αλλά να είναι
οριζόντια ώστε να κερδίζουν όλοι. Προφανώς αυτό σημαίνει ότι σε απόλυτα
ποσά το όφελος είναι πολύ μεγαλύτερο για όσους έχουν μεσαίες και μεγάλες
περιουσίες.
Φυσικά η Νέα Δημοκρατία έριξε στο τραπέζι και το θέμα της απόδοσης των εσόδων του ΕΝΦΙΑ στην Τοπική Αυτοδιοίκηση.
Προφανώς αυτό δεν είναι μια πρόταση που μπορεί να υλοποιηθεί
αμέσως, καθώς προϋποθέτει ότι προηγουμένως θα λυθούν μια σειρά από
ζητήματα:
● Πρώτον, ποια θα είναι η διαδικασία είσπραξης. Δηλαδή αν θα
εξακολουθήσει η ΑΑΔΕ να στέλνει τα ειδοποιητήρια ή αν θα δημιουργηθούν
δεκάδες τοπικοί μηχανισμοί είσπραξης (κάτι που βεβαίως είναι άκρως
γραφειοκρατικό, ακριβό και αναποτελεσματικό).
● Δεύτερον, αν θα υπάρξει αλλαγή στον τρόπο υπολογισμού του φόρου,
ώστε να μη λειτουργήσει ο ΕΝΦΙΑ ως μηχανισμός ενίσχυσης των πλούσιων
δήμων και των περιοχών με ακριβά ακίνητα ή μεγάλες συγκεντρώσεις
επιχειρήσεων.
● Τρίτον, το αν θα εξακολουθήσει να υπάρχει ο συμπληρωματικός φόρος
ακινήτων (ή ένας άλλος φόρος περιουσίας) ή αν θα καταργηθεί. Και αυτό
διότι φόρος περιουσίας δεν μπορεί να αποδοθεί στους δήμους, καθώς τα
έσοδα προέρχονται από φόρους σε ακίνητα που μπορεί να είναι σε δύο,
τρεις ή και περισσότερους δήμους.
Σε κάθε περίπτωση η διαφορά είναι εμφανής: Η Νέα Δημοκρατία θέλει
να πάρει με το μέρος της τη μεσαία και τη μεγάλη ακίνητη περιουσία, ενώ ο
ΣΥΡΙΖΑ στρέφει το ενδιαφέρον του στα μικρά ακίνητα.
Φόρος επιχειρήσεων
Από τις εξαγγελίες των δύο κομμάτων είναι προφανές ότι ο ΣΥΡΙΖΑ
είναι αρκετά πιο «συντηρητικός» στις παροχές του προς τις επιχειρήσεις
της χώρας. Η μία μονάδα ανά έτος που θέλει να μειώσει ισοδυναμεί με
μείωση της ετήσιας επιβάρυνσης κατά 150 εκατ. ευρώ τον χρόνο, ενώ το
μέτρο αφορά μόνο τα κέρδη που φορολογούνται στο όνομα του νομικού
προσώπου.
Η Νέα Δημοκρατία έταξε σαφώς περισσότερα καθώς, για να μειωθεί η
πραγματική επιβάρυνση από το 40% που είναι σήμερα στο 24%, έστω και σε
βάθος κάποιων ετών, θα πρέπει να μειωθεί και ο συντελεστής φορολόγησης
των νομικών προσώπων ακόμα και στο 15% (από 29% που είναι σήμερα) αλλά
και ο φόρος στα μερίσματα, από το 15% που είναι σήμερα, στο 10%.
Όλα αυτά έχουν μεγάλο δημοσιονομικό κόστος, το οποίο ξεπερνά το 1
δισ. ευρώ. Και φυσικά το ερώτημα που ανακύπτει είναι πώς θα
χρηματοδοτηθεί. Προφανώς η Νέα Δημοκρατία δεν θα βάλει στο δικό της
πρόγραμμα τη διάθεση κοινωνικών επιδομάτων, όπως είναι, για παράδειγμα,
το επίδομα στέγασης που έχει εξαγγείλει για το νέο έτος η κυβέρνηση.
Ασφαλιστικές εισφορές
Τα μέτρα του ΣΥΡΙΖΑ είναι πολύ πιο στοχευμένα και πολύ πιο
μετρήσιμα. Οι ανακοινώσεις του πρωθυπουργού για μείωση του συντελεστή
υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών των απασχολουμένων από το 20% που
είναι σήμερα (για την κύρια σύνταξη) στο 13% κοστίζει περίπου 185 εκατ.
ευρώ, ενώ το «κλείδωμα» των ασφαλιστικών εισφορών για την επικούρηση και
το εφάπαξ στα 64,5 ευρώ τον μήνα έχει δημοσιονομικό κόστος περίπου
40-50 εκατ. ευρώ.
Από την άλλη, η πρόταση Μητσοτάκη για μείωση του συντελεστή
υπολογισμού των εισφορών όλων των εργαζομένων από το 20% στο 15%
επιφέρει ετήσιο κόστος άνω των 2 δισ. ευρώ, καθώς επηρεάζει και τις
εργοδοτικές εισφορές και τις εισφορές του εργαζόμενου. Για να
εξοικονομηθούν αυτά τα χρήματα, θα πρέπει να προχωρήσει κανονικά η
μείωση των συντάξεων.
Επίσης, η Νέα Δημοκρατία έχει θέσει και το θέμα της ελεύθερης
διάθεσης – με απόφαση του εργαζόμενου – των εισφορών για την επικουρική
ασφάλιση. Και αυτό το μέτρο μπορεί να έχει δημοσιονομικό κόστος, καθώς η
εισφορά θα παραμείνει μεν στο 7%, αλλά μπορεί κάλλιστα αυτά τα χρήματα
να κατευθύνονται σε ιδιωτικές επιχειρήσεις αντί στο κρατικό ταμείο.
Σε κάθε περίπτωση το θέμα με τις επικουρικές συντάξεις δεν είναι
μόνο δημοσιονομικό, αλλά πρωτίστως πολιτικό, και έχει να κάνει με το αν
συμφωνεί ή διαφωνεί κάποιος με το να ενισχυθεί ο λεγόμενος «τρίτος
πυλώνας» του ασφαλιστικού συστήματος. Σε αυτό το «μέτωπο» οι διαφωνίες
των δύο κομμάτων είναι δεδομένες και έχουν ήδη αποτυπωθεί με ιδιαίτερη
και... αυξανόμενη ένταση.
topontiki.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου