Πάντα μου το έλεγε η μάνα μου, ότι «...εσύ παιδί μου ζεις στο κόσμο σου και δεν δένεις με τη σάλτσα». Σίγουρα «σάλτσα» θα εννοούσε την κοινωνία και το περιβάλλον που μέσα σ’ αυτό ανέπνεα και γω. Τώρα που το ξανασκέφτομαι, δεν μου αρέσει και πολύ ο παραλληλισμός και το ότι με έβλεπε σαν σουτζουκάκι σμυρναίικο να «κολυμπώ» σε μια κόκκινη θάλασσα από ντομάτα, που πέφτουν σαν μετεωρίτες οι μπουκιές πριν καταλήξουν στο λαίμαργο λιμάνι κάποιας «σμαλτόφρακτης μπουκαπόρτας». Να ήταν τουλάχιστον πιο «γκουρμέ» και ελαφριά με άσπρη σάλτσα μανιταριού...
Τώρα που το σκέφτομαι, πρέπει να είχε δίκιο. Δεν μπορεί να είχε άδικο, αφού «συλλαμβάνω» συχνά πυκνά το εαυτό μου να διαφωνεί σχεδόν με τα πάντα, με ό,τι συμβαίνει γύρω μου, στο στενό αλλά και ευρύ κύκλο, στις Σέρρες ή και στην Ελλάδα ολόκληρη.
Άρχισα απελπισμένα να ψάχνω για να βρω συνοδοιπόρους σ’ αυτό το μοναχικό ταξίδι. Άλλα θέματα τα εξωτερικεύω στις σελίδες κάποιου έντυπου ή στο «Αλχημείο» και άλλες μένουν στα εσώψυχα και δεν τολμούν να βγουν ούτε για να πάρουν ανάσα.
Μέσα στον κουρνιαχτό της καθημερινότητας από τον άνισο αγώνα της επιβίωσης λαού και Κράτους, τελευταία ανακάλυψα ότι είναι ανεξάρτητες κι ασύνδετες έννοιες, ήρθαν και πάλι στ’ αφτιά μου, κάτι «τρομερές» ανησυχίες Σερραίων πολιτών, για διατηρήσεις «μνημείων» και ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής της πόλης των Σερραίων.
Αγώνες κι όχι αστεία «σε μαρμαρένια αλώνια, ψυχομαχεί» ο Σερραϊκός πολιτισμός. Αγώνες επιβίωσης για τα ιστορικά εγκλήματα του Ελληνικού γούστου. Τις παράλογες τσιμεντοποιήσεις της δεκαετίας του ’70 και της «χούντας», που εγκαινίασε στα τέλη του 1968 αυτό το δομικό έκτρωμα, με τα σαθρά τσιμέντα («έφαγαν» πολλοί) και με την αλόγιστη σπατάλη χώρου με μηδενική αρχιτεκτονική αξία σ’ αυτό το «Οθωμανικό» κατάλοιπο, σαν την αγορά του «Αλ Χαλίλι».
Πασχίζουν κάποιοι Σερραίοι, σ’ ό,τι είναι πρόσφορο και «τάζει», σε κάθε είδους Επιτροπές και Διευθύνσεις, μήπως και επαναφέρουν το ρολόι του χρόνου στα μαύρα χρόνια της ιστορίας μας. Τόσος κόπος και αγώνες, για μηδενική ανάπτυξη και προοπτική στο τσιμεντένιο κέντρο της πόλης, σαν καταφύγιο σκύλων και «περιθωριακών» εξαρτημένων.
Στον αγώνα αυτό της «αυτοπροβολής» κάποιων, έχει ενταχθεί και το άλλο «περίτεχνο» έκτρωμα της πόλης που στεγάζεται ο κινηματόγραφος «Κρόνιο». Σαν ιστορικό, κι αυτό, κτίσμα του 1931, μπήκε στο «Πάνθεο» των αθανάτων κτηρίων που χρήζουν επιβίωσης.
Είδατε πόσο φτωχός είναι ο τόπος μας, σε ιστορικά κτήρια; Δεν εξηγείται αλλιώς αυτή η εμμονή, να θέλουν κάποιοι να δημιουργήσουν ιστορία εκεί που δεν υπάρχει. Μου θυμίζουν τους Αμερικανούς (ΗΠΑ), που ό,τι είναι μεγαλύτερο σε ηλικία από τον σύλλογο κυριών της ενορίας τους, του «κολλούν» μια ταμπέλα και το «μοστράρουν» σαν ιστορικό και διατηρητέο κτίσμα.
‘Έχει γίνει κάτι στον συγκεκριμένο χώρο και δεν το θυμάμαι ή δεν το έχω διδαχθεί; Διανυχτέρευσε εκεί ο βασιλιάς ή ο Βενιζέλος στην απελευθέρωση; Υπογράφτηκε κάποια συμφωνία, κάποια συνθήκη ή κάποιο διάγγελμα από κάποιο, τέλος πάντων, ιστορικό πρόσωπο της από δεκάδες χιλιάδες σελίδες της ιστορίας μας; Αλλά τί λέω; Το 1931 έγινε και από ότι ξέρω, στον τόπο μας δεν έχει υπάρξει κάποιο γεγονός που να απασχόλησε τους ιστορικούς, πάρα μόνο κάποιες απεργίες των καπνεργατών (μετά το ‘36) και μια ή δυο επισκέψεις του Κ. Καραμανλή, σαν Υπουργός Συντονισμού. That’s all.
Εδώ που τα λέμε άρχισα να νοιώθω «κτήνος», γιατί γκρέμισα το πλυσταριό της γιαγιάς μου, που έξω από τον φράκτη του είχε «κατουρήσει» ένα από τα μουλάρια της συνοδεία του βασιλιά Παύλου, κάπου μεταξύ ’49-‘51. «Αμαρτία εξομολογουμένη ουκ έστιν αμαρτία» και έτσι θα μπορώ να κάνω χρήση του δικαιώματος να κτίσω, ότι θέλω, στο οικόπεδό μου και δεν θα κινδυνεύω από κάποιο όψιμο Ηρόστρατο (να γίνει γνωστός από το τίποτα), να το κρίνει διατηρητέο και για αναπαλαίωση.
Βασίλης Α. Βαφιάδης
Σέρρες, 31.5.2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου