Όπως όλοι οι άνθρωποι, τουλάχιστον αυτοί που δεν αφήνουν τα πάντα στην τύχη, έτσι και γω, κάθε αρχή καλοκαιριού επισκέπτομαι τον οικογενειακό μας γιατρό, για το καθιερωμένο ετήσιο «τσεκ απ». Ξέρετε αίμα, ούρα, ακροαστικά, πνεύμονες, καρδιά, τεστ κοπώσεως κλπ., κανονικό ΚΤΕΟ.
Γιατί μπορεί στο ΚΤΕΟ να πηγαίνουμε κάθε δύο χρόνια, κι αν, αλλά όσον αφορά την καρδούλα μας... ε, γλυκιά είναι η ζωή κι ας έχει βάσανα, άλλωστε αυτά είναι που την νοστιμεύουν και της δίνουν άλλο νόημα. Δεν θυμάμαι ποιος το είπε αλλά «τα βάσανα και οι λύπες δίνουν αξία στις χαρές».
Έτσι ας το δούμε σαν υποχρέωση στον εαυτούλη μας και στους δικούς μας ανθρώπους κι ας αφιερώνουμε μια-δυο ώρες τον χρόνο στην πρόληψη και όχι μετά μέρες και μήνες στην θεραπεία, που δεν θα είναι και σίγουρη, όσο δαπανηρή και να είναι.
Βέβαια πάντα υπάρχει ένας «Αργκάν» ανάμεσά μας και το διαπιστώνεις σε τέτοιες επισκέψεις στους γιατρούς, όταν δεν υπάρχει άμεσο πρόβλημα. Αναφέρομαι στο «Ο κατά φαντασίαν ασθενής» του Μολιέρου που από τον 17ο αιώνα το είχε στηλιτεύσει με τον καλύτερο τρόπο.
Είχε έρθει η ώρα για το «ραντεβού» στον γιατρό και όταν άνοιξε η πόρτα μπήκαμε, εγώ και η σύζυγός μου, στο γραφείο του γιατρού. Λίγο πριν μπούμε μέσα, ένα ζευγάρι ηλικιωμένων (αυτός στα 65-70 και η σύζυγός του 60-65) είχαν «θρονιαστεί» στο «γκισέ» της γραμματείας για να «γράψουν» κάποια φάρμακα χρόνιων ασθενειών. Εικόνα η πλέον συνηθισμένη κάτι σαν διπλοπαρκάρισμα στη Βενιζέλου.
Στο εξεταστήριο του γιατρού που προσκομίσαμε τα αποτελέσματα των εξετάσεων από τα μικροβιολογικά εργαστήρια, έγιναν όλες οι προβλεπόμενες εξετάσεις (πίεση, καρδιογράφημα, ακροαστικά) και μετά περάσαμε σε άλλη αίθουσα για υπέρηχο και τεστ κοπώσεως, ο καθένας μας με τη σειρά του. Ακολούθως οι γιατροί μετά από μια μίνι σύσκεψη, προέβηκαν στις γνωματεύσεις και στις συνταγές που θα καθαρόγραφε η γραμματεία, στο «γκισέ» που είχα προαναφερθεί.
Εύλογη η απορία που δημιουργείται για την λεπτομερειακή μου αναφορά στην διαδικασία των εξετάσεων, αλλά θέλω να δικαιολογήσω τον χρόνο που εξαντλήσαμε για τις εξετάσεις. Μία ώρα και είκοσι λεπτά και είμαστε απίκο στην γραμματεία για τις συνταγές και τα αποκόμματα των βιβλιαρίων νοσηλείας.
Αλλά στο «γκισέ» της γραμματείας είναι ακόμα εκεί το ηλικιωμένο ζευγάρι για τις συνταγογραφήσεις και «υπαγορεύουνε» τα φάρμακα, με άπταιστη προφορά. Θα «υπαγορεύουνε» για άλλα είκοσι λεπτά της ώρας. Κάποια στιγμή που νόμισα ότι είχαν τελειώσει και έκανα να κινηθώ προς το μέρος τους, κάτι είπε ο κύριος στην κυρία και βγάζει άλλη μια σακούλα «σουπερμάρκετ» γεμάτη με τα «δείγματα», για έναν δεύτερο γύρο συνταγογράφησης...
Κάποια στιγμή που κουράστηκε η γραμματέας να γράφει, για να κάνει ένα διάλλειμα να χαλαρώσουν τ’ ακροδάχτυλα της, ρώτησε το ζευγάρι:
- Τόσα φάρμακα, δεν θα χαλάσουν το στομάχι σας;
- Εμ;
Αυτή η απάντηση ήταν μια ομοφωνία της κυρίας με τον κύριο που καθόταν παράμερα, κρατώντας ένα μπαστούνι, όχι πως το είχε ανάγκη αλλά σαν «αξεσουάρ». Κάθε «ασθενής» που σέβεται τον εαυτό του, πρέπει να έχει κάτι που να υποδεικνύει την ...κατάντια του.
Έτσι μετά από δύο ώρες ήρθε η σειρά μας για την συνταγή ενός φαρμάκου για τον καθένα μας.
Φεύγοντας από το ιατρείο, στο πρώτο φαρμακείο που ήταν ακριβώς κάτω από το ιατρείο, είδαμε το «φιλάσθενο» ζευγάρι να προμηθεύεται τα «ελιξίρια» του και να τοποθετεί σε ειδική πάνινη σακούλα με την «φίρμα» και προσφορά του φαρμακείου, μεγέθους «λαϊκής».
Δεν μπόρεσα να συγκρατηθώ και μου βγήκε μεγαλόφωνα ένας αναστεναγμός και η φράση:
- Αχ, ρε Λοβέρδε. Πού πας ρε Καραβάγκο;
Βασίλης Α. Βαφιάδης
Σέρρες, 1.6.2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου