Σάββατο 18 Μαρτίου 2017

Εκροές 4 δισ. στις καταθέσεις, εξαιτίας της αβεβαιότητας

http://www.capital.gr/Content/ImagesDatabase/p/620x380/crop/both/55/554661178735455cb1306067e338c96a.jpg
Η αβεβαιότητα από τη μη ολοκλήρωση της αξιολόγησης προκάλεσε νέα "αιμορραγία" στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα.




Σύμφωνα με την "Καθημερινή", καταθέσεις ύψους 4 δισ. ευρώ έφυγαν από τις τράπεζες από την αρχή του έτους. Δηλαδή σε διάστημα ούτε τριών μηνών έχει ουσιαστικά χαθεί μεγάλο μέρος των καταθέσεων που εισήλθαν στο σύστημα μετά τον Μάιο του 2016, όταν έκλεισε η πρώτη αξιολόγηση.
Το ακόμη πιο ανησυχητικό είναι πως, σύμφωνα με τους τραπεζικούς παράγοντες που επικαλείται η εφημερίδα, ακόμα 4 δισ. ευρώ τέτοιων κεφαλαίων θα μπορούσαν να φύγουν εύκολα εάν κλιμακωθεί η αβεβαιότητα, καθώς δεν υπόκεινται σε περιορισμούς.
Υπενθυμίζεται, όπως είχαν μεταδώσει εγκαίρως η εφημερίδα "Κεφάλαιο" (της 24ης Φεβρουαρίου) και το Capital.gr, το κόστος της καθυστέρησης στην αξιολόγηση αποτυπώνεται και στο σκέλος της ρευστότητας των τραπεζών, με τους τραπεζίτες να ανεβάζουν το ποσό των εκροών καταθέσεων από τις αρχές του έτους μέχρι τον Φεβρουάριο στα 3,2 δισ. ευρώ.
Όσο και αν το φαινόμενο θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι έχει και εποχικό χαρακτήρα, δεν παύει να συνιστά μια εξέλιξη που αφενός υπερβαίνει συνήθεις εποχικές εκροές, αφετέρου σημειώνεται σε μια περίοδο κατά την οποία η καθυστέρηση στην αξιολόγηση έβγαλε από το συρτάρι τη φιλολογία περί Grexit και δραχμής. Παράλληλα, συνοδεύεται από διαπιστώσεις των τραπεζιτών οι οποίες συνδέουν την "ταυτότητα" των εκροών με την αβεβαιότητα που δημιούργησαν οι εκ νέου καθυστερήσεις, αναβιώνοντας μνήμες από την πρώτη αξιολόγηση.
Στο πλαίσιο αυτό, όπως επεσήμαναν τραπεζίτες στο "Κεφάλαιο", παρατηρήθηκε κατ' αρχάς μια αύξηση στον μέσο όρο των αναλήψεων. Ειδικότερα, ενώ από τα 420 ευρώ που δικαιούται ο καταθέτης να κάνει ανάληψη σε εβδομαδιαία βάση παρατηρούνταν ένας μέσος όρος εβδομαδιαίας ανάληψης στα 200 ευρώ, τώρα αυτός ο μέσος όρος έχει ανέβει στα 330 ευρώ.
Οι κυριότερες, όμως, είναι δύο άλλες διαπιστώσεις των τραπεζών: αυτή της συμπεριφοράς του "νέου χρήματος" και αυτή της συμπεριφοράς μεγάλων επιχειρήσεων που έχουν ρευστότητα σε τράπεζες στην Ελλάδα. Οι τελευταίες προχώρησαν σε αποπληρωμές δανείων χρησιμοποιώντας καταθέσεις τους στις τράπεζες, κάτι που είχε ως συνέπεια (αν και το χρήμα δεν βγήκε εκτός τραπεζών) να αποστερήσει τις τράπεζες από έσοδα προερχόμενα από τόκους. Η παράμετρος αυτή δίνει τη διάσταση όχι μόνο της ρευστότητας που διαφεύγει πραγματικά από τις τράπεζες, αλλά και αυτήν της διαφυγούσας, δηλαδή ρευστότητας που υπολόγιζαν να έχουν οι τράπεζες και δεν έχουν. Η βασικότερη διαφυγούσα ρευστότητα αφορά, βεβαίως, τις προσδοκίες για επιστροφή καταθέσεων υπό την προϋπόθεση ενός κλίματος σταθερότητας και αποκατάστασης της εμπιστοσύνης. Κάτι τέτοιο φαίνεται ότι πολύ δύσκολα θα επιτευχθεί, καθώς η επιστροφή των καταθέσεων κρίνεται και από άλλους παράγοντες, που ξεπερνούν την ολοκλήρωση της αξιολόγησης.
Το "νέο χρήμα"
Σύμφωνα με τους τραπεζίτες, το πλέον ανησυχητικό είναι ότι το "νέο χρήμα", δηλαδή το προερχόμενο από καταθέσεις που είτε βρίσκονταν στο εξωτερικό είτε κάτω από το στρώμα και επέστρεψαν στις τράπεζες, παραμένει εξαιρετικά ευαίσθητο στην αβεβαιότητα, εν προκειμένω από τις καθυστερήσεις για την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης.
Όπως ανέφεραν στο "Κεφάλαιο", το 30% του "νέου χρήματος" που είχε μπει στις τράπεζες από το φθινόπωρο του 2016 έχει κάνει "φτερά" από τα τέλη Δεκεμβρίου και κατευθύνεται ξανά σε αμοιβαία κεφάλαια διαχείρισης διαθεσίμων εξωτερικού. Σημειώνεται ότι οι τράπεζες είχαν κάνει προσπάθεια να διατηρήσουν αυτές τις καταθέσεις, που επέστρεψαν στα τέλη του περασμένου έτους από επενδύσεις σε αμοιβαία διαχείρισης διαθεσίμων εξωτερικού, που είχαν πλέον οριακά αρνητικές αποδόσεις. Για τον λόγο αυτό, στις νέες αυτές καταθέσεις οι τράπεζες πρόσφεραν αποδόσεις ακόμα και 1%, όταν οι καταθέσεις από "παλαιό χρήμα" έπαιρναν επιτόκιο της τάξεως του 0,60%.
Κρίσιμη η περαιτέρω μείωση του ELA

Από την ενίσχυση της καταθετικής ρευστότητας των τραπεζών θα εξαρτηθεί και η περαιτέρω πορεία μείωσης της εξάρτησής τους από τον δανεισμό του Ευρωσυστήματος και την έκθεσή τους στον ακριβό ELA. Στη διάρκεια του 2016, οι ελληνικές τράπεζες πέτυχαν σημαντική μείωση της εξάρτησής τους από το Ευρωσύστημα, περιορίζοντάς την τον Δεκέμβριο του 2016 στα 66,6 δισ. ευρώ (μειωμένη κατά 47,3% σε σχέση με τον Ιούνιο του 2015, στα 126,6 δισ. ευρώ, και κατά 38% σε σχέση με τον Δεκέμβριο του 2015, στα 107,5 δισ. ευρώ). Παράλληλα, η χρήση του μηχανισμού έκτακτης ενίσχυσης σε ρευστότητα (ELA) περιορίστηκε τον Δεκέμβριο του 2016 σε 43,7 δισ. ευρώ, μειωμένη κατά 49% σε σύγκριση με τον Ιούνιο του 2015, στα 86,8 δισ. ευρώ, και κατά 37% ως προς τον Δεκέμβριο του 2015, στα 68,9 δισ. ευρώ.

capital.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου