Αναδημοσίευση άρθρου του γνωστού Καβαλιώτη ιστορικού Κυριάκου Λυκουρίνου (δείτε το αρχικό κείμενο πατώντας εδώ)
Η απελευθέρωση – 26 Ιουνίου 1913
Ημέρα
ορόσημο για την τοπική μας ιστορία η Τετάρτη 26 Ιουνίου 1913. Τα
γεγονότα είναι γνωστά και αρκεί μια συνοπτική υπόμνησή τους. Ενώ ο
ελληνικός στρατός βάδιζε προς την κατεχόμενη από τους Βουλγάρους
Ανατολική Μακεδονία, στις 22 Ιουνίου καταπλέουν στη Θάσο ελληνικά
πολεμικά, με ναυαρχίδα τον “Αβέρωφ”, και τη μεθεπόμενη φθάνουν από τη
Θεσσαλονίκη κενά μεταγωγικά πλοία.
Σύμφωνα
με το σχέδιο «εικονικής αποβάσεως», τα πλοία περιφέρονται στον κόλπο
της Καβάλας, προσεγγίζουν τις ακτές και περνούν συνεχώς έξω από το
λιμάνι της, ανταλλάσσουν σήματα με τον υπόλοιπο στόλο και εξερευνούν με
τους προβολείς την παραλία, δίνοντας την εντύπωση ότι αναζητούν σημείο
απόβασης. Συγχρόνως το θωρηκτό «Ύδρα» αγκυροβολεί ανατολικά της Καβάλας,
προς τις εκβολές του Νέστου, ενώ τα αντιτορπιλικά «Λόγχη» και «Λέων»
επιχειρούν αναγνώριση προς το μέρος των Ελευθερών και με τις οβίδες τους
διαλύουν την εκεί βουλγαρική πυροβολαρχία.
Οι
παραπλανητικές κινήσεις των ελληνικών πλοίων πείθουν τους Βουλγάρους
ότι είχαν φθάσει στρατιωτικές ενισχύσεις και ότι επίκειται απόβαση
ισχυρών δυνάμεων μεταξύ Καβάλας και Κεραμωτής. Πανικόβλητοι σπεύδουν το
απόγευμα της 25ης Ιουνίου να αποσύρουν το στρατό τους, κάπου
2.000 άνδρες που είχαν εγκαταλείψει τις θέσεις τους και είχαν
συγκεντρωθεί στην πόλη. Αφήνουν μια μικρή οπισθοφυλακή, τοποθετούν
εκρηκτικά σε ορισμένα κτήρια και υπογράφουν πρωτόκολλο με το οποίο
παραδίδουν «προσωρινά» την πόλη στους εδώ προξένους των ευρωπαϊκών
δυνάμεων. Το βράδι της ίδιας μέρας Καβαλιώτες νέοι σπεύδουν με βάρκα στη
Θάσο και ενημερώνουν το ναύαρχο Κουντουριώτη για τις εξελίξεις.
Το πρωί της 26ης Ιουνίου
ο πλωτάρχης Κριεζής, κυβερνήτης του αντιτορπιλικού “Δόξα”, λαμβάνει
διαταγή να πλεύσει στην Καβάλα. Κινείται με ασφάλεια από τα παράλια της
Κεραμωτής για να αποφύγει τις ποντισμένες βουλγαρικές νάρκες και κατά
το μεσημέρι προσορμίζεται στο λιμάνι της πόλης, όπου το πλήθος τον
υποδέχεται με εκδηλώσεις ξέφρενου ενθουσιασμού. Συγκροτούνται περίπολοι
από ντόπιους νέους και εξουδετερώνονται οι μικρές βουλγαρικές ομάδες
στην πόλη και τα γύρω υψώματα. Τις επόμενες ώρες αγκυροβολούν έξω από το
λιμάνι και τα αντιτορπιλικά “Πάνθηρ” και “Ιέραξ”. Παρότι ο πλωτάρχης
δεν προέβη στην επίσημη κατάληψη της πόλης, ο ναύαρχος Κουντουριώτης
είχε συντάξει τη διακήρυξή του προς το λαό της Καβάλας: «Προς τους
κατοίκους της Καβάλλας. Διακηρύσσομεν και διατάσσομεν. Η Καβάλα μεθ’
όλων των πέριξ, μετά του λιμένος και των ακτών αυτής, κατελήφθη υφ’ ημών
και διατελεί από τούδε εις την κατοχήν μας. […] Εν όρμω της Καβάλλας
και από τον Γ. Αβέρωφ τη 26η Ιουνίου 1913». Η πόλη ήταν ήδη ελληνική!
Η τυπική κατάληψη αναφέρεται στο ημερολόγιο του “Αβέρωφ”: «Πέμπτη 27 Ιουνίου 1913. Κατάληψις της Καβάλλας. Την 9ην ώραν
της πρωίας αποβιβάζεται εκ των ανιχνευτικών μας “Ιέραξ” και “Πάνθηρ”
μικρό άγημα και επαίρεται επισήμως εις Καβάλλαν η ελληνική σημαία».
Ο πλωτάρχης Κριεζής οδηγείται με το μικρό άγημά του στο Διοικητήριο
(στα παλιά Δικαστήρια), στον εξώστη του οποίου υψώνεται η γαλανόλευκη.
Διαβάζει το διάγγελμα και με εντολή του ναυάρχου Κουντουριώτη
αναλαμβάνει την πολιτική και στρατιωτική διοίκηση. Ο τηλέγραφος
μεταδίδει στο Πανελλήνιο το χαρμόσυνο μήνυμα: «Καβάλλα κατελήφθη εν ονόματι Βασιλέως. Εν λιμένι ορμούσι “Πάνθηρ”, “Ιέραξ” και “Δόξα”. Λαός πανηγυρίζει».
Την ίδια ημέρα αποβιβάζεται στην Καβάλα και ο ναύαρχος Κουντουριώτης
με το επιτελείο του. Πηγαίνει στο Διοικητήριο και έπειτα στην εκκλησία,
όπου ψάλλεται δοξολογία για την απελευθέρωση της πόλης. Το ίδιο απόγευμα
στέλνει το ιστορικό τηλεγράφημα: «Εξ Αβέρωφ τη 27 Ιουνίου, ώρα 5:30
μμ. Σήμερον επισήμως προεκηρύχθη η κατάληψις της Καβάλας. Διωρίσθη
διοικητής ο πλωτάρχης κ. Κριεζής όστις εγκατέστησεν αρχάς. Εκκαθαρίσαμεν
τα περίχωρα από τους κομιτατζήδες και ικανούς Βουλγάρους στρατιώτας
αδεσπότους. Ο ενθουσιασμός είναι μέγιστος. Οι Τούρκοι συμμετέχουσι
πλήρως αυτού. Κουντουριώτης».
Στις 2 Ιουλίου νέος παλλαϊκός ξεσηκωμός για την υποδοχή του ελληνικού στρατού. Το τμήμα της 7ηςΜεραρχίας,
που εισέρχεται στην πόλη από την ομώνυμη σήμερα οδό, εδραιώνει την
ελληνική κυριαρχία. Στις 30 Ιουλίου η Καβάλα ντύνεται και πάλι στα
γιορτινά για να τιμήσει το βασιλιά Κωνσταντίνο, που επισκέπτεται επίσημα
την ελεύθερη ελληνική πόλη.
Τα παλικάρια της Καβάλας στον “Αβέρωφ”
Από το απόγευμα της 25ης Ιουνίου οι Καβαλιώτες
παρακολουθούν τις σπασμωδικές κινήσεις των Βουλγάρων και τις
προετοιμασίες της αποχώρησής τους. Νιώθουν ότι πλησιάζει η ώρα της
απελευθέρωσής τους και φοβούνται την εκδικητική μανία των νικημένων.
Όλων τα βλέμματα στρέφονται προς τη θάλασσα, ανοιχτά στη Θάσο, εκεί που
βρίσκονται τα πλοία του ελληνικού στόλου. Όμως οι άνδρες τους δε
γνωρίζουν τις εξελίξεις και τα πλοία παραμένουν αγκυροβολημένα. Έτσι την
ώρα που οι κάτοικοι της πόλης κλείνονται έντρομοι στα σπίτια τους και
στην πόλη απλώνεται νεκρική σιγή, κάποιοι Καβαλιώτες νέοι αποφασίζουν να
πλεύσουν στη Θάσο και να ενημερώσουν το ναύαρχο Κουντουριώτη.
Σύμφωνα με τις μαρτυρίες, εκείνο το βράδι της 25ης Ιουνίου,
ξεκίνησαν, χωρίς καμία προηγούμενη συνεννόηση και από διαφορετικά
σημεία της Καβάλας, τρεις βάρκες. Μία, με τους Ζ. Κομπολίτη, Κ.
Κανελλόπουλο και δυο ή τρεις άλλους νέους, έφτασε πρώτη στο λιμένα της
Θάσου και παρέμεινε εκεί μέχρι να ξημερώσει. Η δεύτερη, με πέντε ή έξι
νέους (βλ. παρακάτω), πήγε τα ξημερώματα απευθείας στον “Αβέρωφ” και στη
συνέχεια το πλήρωμά της επιβιβάστηκε στη “Δόξα” και επέστρεψε στην
Καβάλα με την αίγλη του απελευθερωτή. Η τρίτη, με τους Γ. Γαρυφάλλου, Γ.
Ζαφειρίου, έναν Τούρκο και άλλους, κατευθύνθηκε στη “Δόξα”, μεταξύ
Θάσου και Θασοπούλας, στην οποία ανέβηκε ένας από το πλήρωμα.
Οι νέοι της δεύτερης βάρκας (Γεώργιος Χατζηαποστόλου ήΜπεσλεμές από τη Λήμνο, Δημήτριος Ανδρής από τη Μυτιλήνη,Πέτρος Βλάχος, Δημήτριος Χαρισιάδης και Σταμάτιος Γαλανός) ίσως
και ένας ακόμη, εκτελούσαν συγκεκριμένη αποστολή: Έπρεπε να παραδώσουν
στο ναύαρχο Κουντουριώτη έγγραφα των «προυχόντων» της Καβάλας, με τα
οποία τον ενημέρωναν για την αποχώρηση των βουλγαρικών στρατευμάτων και
τον καλούσαν να καταλάβει την πόλη. Το γεγονός, και όσα ακολούθησαν,
μαρτυρεί ένας από τους πρωταγωνιστές, ο Σταμάτιος Γαλανός από την Αγία
Παρασκευή Κρήνης (Τσεσμέ) της Μικράς Ασίας, που είχε έλθει στην Καβάλα
το 1907, σε ηλικία 13 ετών, και εργαζόταν ως ναυτικός. Από την εκτενή
αυτή μαρτυρία* παραθέτουμε αποσπάσματα:
«Στις 25 Ιουνίου 1913 μας φώναξαν οι “προύχοντες” σαν να πούμε
Έλληνες της Καβάλας, ο Γρηγ. Γρηγοριάδης, ο Ιωάν. Κυριαζής, ο Γεώργιος
Φέσσας, ο Πρωτόπαπας, ο Δημήτριος Μπακιρτζής και άλλοι δύο μου φαίνεται
ακόμη που δεν θυμούμαι τα ονόματά τους. […] Και ειδοποίησαν εμάς, γιατί
και επί Τουρκοκρατίας εμείς, όταν ήταν πρόξενος ο Μαυρομάτης*, μας
φώναζαν και εξεφορτώναμε όπλα από καΐκι που τα ’φερνε και τα περνάγαμε
από το σαπωνοποιείο Βουλαλά και τα πηγαίναμε στο Προξενείο. […]
Η βάρκα ήτανε τραβηγμένη στην ξηρά στο καφενείο “Καλλιθέα”* και όπως
τη ρίξαμε αμέσως βούλιαξε, γιατί ήτανε αρμολογημένη (τσιριασμένη) από
τον ήλιο. Χάσαμε τότε τα πασχάλια μας. Εγώ έτρεξα τότε στου Κώστα το
χαγιάτι (το Κιουτσούκ Ορμάν ήτανε τότε καπνοχώραφα) και πήρα έναν άδειο
τενεκέ για να την ξεβουλιάξομε. […] Μας πήραν μυρουδιά οι Βούλγαροι
στρατιώτες, που ήταν στο ορειβατικό πυροβολικό, εκεί που είναι σήμερον
το εξοχικόν κέντρον “Βράχος”* και μας άρχισαν στο τουφεκίδι. Ευτυχώς δεν
έπαθε κανείς μας τίποτε, εφύγαμε όμως τροχάδην από κει και γυρίσαμε στο
σπίτι του Μπακιρτζή […].
Έτσι κάναμε την απόφαση να ξαναδοκιμάσομε. Περάσαμε τότε από το κάτω
μέρος του σημερινού Φαλήρου […] βρήκαμε τη βάρκα εντελώς βουλιαγμένη. Εν
τω μεταξύ είχε αρχίσει να σουρουπώνει […].
Οι Βούλγαροι που μας είχαν πυροβολήσει την πρώτη φορά, δεν μας πήραν
τώρα χαμπάρι. Μας μυρίστηκαν όμως οι Βούλγαροι που ήτανε εκεί που είναι ο
σημερινός φάρος και αυτοί είχαν προβολέα και τον ρίξανε πάνω μας και
μας παρακολουθούσαν επί μίαν ώρα. Εμείς το χαβά μας, τραβούσαμε κουπί μ’
όλη μας την ψυχή και προχωρούσαμε. Νερό όμως δεν είχαμε και βρέχαμε τη
γλώσσα μας με θάλασσα για να λιγοστέψουμε τη δίψα μας. Τέλος όλη τη
νύχτα βασανιζόμαστε να φθάσουμε στη Θάσο με το κουπί, γιατί είχε
κρεμάσει τραμουντάνα (βοριά) και μας δυσκόλευε πολύ. Αλλά δύο ώρες
προτού φέξει στις 26 Ιουνίου, με το παλιό ημερολόγιο, φθάσαμε στη Θάσο,
στο Λιμένα και μόλις διακρίναμε τη μοίρα του στόλου κοιτάξαμε πού ήτανε
το μεγαλύτερο καράβι και λέγαμε με το νου μας “αυτό είναι ο Αβέρωφ”. […]
Όταν πλησιάσαμε μας σταμάτησε ο σκοπός. Μας φώναξε “Λέμβος τις ει;”.
Εμείς αμέσως απαντήσαμε “είμαστε από την Καβάλα και φέρνομε έγγραφα”.
Καλά, περιμένετε να ξημερώσει, μας απήντησε ο σκοπός. Εσταματήσαμε και
περιμέναμε, μέχρι τις 8 το πρωί, ως ότου ξυπνήσει ο Ναύαρχος
Κουντουριώτης, οπότε και επέτρεψαν μόνο σε τρεις από εμάς να βγουν στο
καράβι, δηλ. σ’ εμένα, στον Μπεσλεμέ και στον Χαρισιάδη. Άμα βγήκαμε
πάνω, μας παρουσίασαν ενώπιον του Ναυάρχου Κουντουριώτη και τον είπαμε
από πού ερχόμεθα, ποιοι μας έστειλαν και του δώσαμε και τα έγγραφα που
μας είχε δώσει η επιτροπή. Τα διάβασε και κατόπιν μας ερώτησε. Τι
θέλετε; - Θέλομε κύριε Ναύαρχε να πάμε να ελευθερώσομε την πόλη της
Καβάλας, γιατί οι Βούλγαροι ετοιμάζονται να την κάψουνε. Κατόπιν άρχισε
να μας κάνει διάφορες ερωτήσεις και συγκεκριμένως θυμάμαι ότι ρώτησε αν
έχει βουλγαρικό στρατό στην Καβάλα, αν έχει πυροβολεία και κανόνια και
του είπαμε όχι, δεν έχει τίποτε κύριε Ναύαρχε. Κατόπιν μας ρωτά για τη
θάλασσα και μας είπε: Έχουμε πληροφορίες ότι οι Βούλγαροι έχουνε
ποντίσει νάρκες σε πολλά μέρη. Όχι απαντήσαμε, σε πολλά μέρη δεν έχει,
εκεί που είναι ριγμένες νάρκες τις ξέρουμε εμείς. Μας είπε καλά, άρχισε
ύστερα με τον ασύρματο να συνεννοείται αλλά δεν ξέρω με ποιον.
Κατόπιν, ύστερα από μιάμιση ώρα μας είπε, άμα σταμάτησε ο ασύρματος:
Πηγαίνετε απάνω στη “Δόξα”. Εν τω μεταξύ ήλθε από την Καβάλα και μια
άλλη δεύτερη βάρκα. Σ’ αυτήν ήτανε μέσα τουλάχιστον τέσσερις άνθρωποι αν
θυμάμαι καλώς. Ένας ο γαμπρός μου Γεώργιος Γαρυφάλλου […] δεύτερος ένας
Τούρκος ψαράς, που δεν θυμούμαι τ’ όνομά του, αλλά αυτός ο ίδιος, με τα
ίδια του τα χέρια είχε πετάξει τις βουλγαρικές νάρκες και ήξερε
επακριβώς πού βρισκόντανε αυτές οι νάρκες. Απ’ αυτήν τη δεύτερη βάρκα
πήραμε πάνω στη “Δόξα” μόνο τον Τούρκο.
Εμείς από τον “Αβέρωφ” στη “Δόξα” πήγαμε με τη δική μας βάρκα. Άμα
βγήκαμε στη “Δόξα”, δέσαμε πίσω κατόπιν διαταγής του καπετάνιου τη βάρκα
μας και αμέσως κινήσαμε για Καβάλα. Μόλις πλησιάσαμε στον τόπο που
ήτανε οι νάρκες, μας κάλεσε ο κυβερνήτης της “Δόξης” να είμαστε κοντά
του για να τον καθοδηγούμε πού είναι οι νάρκες. Είπαμε στον κυβερνήτη
πού είναι οι νάρκες και έστριψε δεξιά προς την ξηρά, μάλιστα καθίσαμε
τρεις τέσσερις φορές πάνω στην άμμο, γιατί ήτανε ρηχά, και μόλις
καταλάβαμε ότι περάσαμε τις νάρκες του δώσαμε ολοταχώς για την Καβάλα,
όπου και εφθάσαμε το μεσημέρι πάνω κάτω. Όταν εφθάσαμε κάτω από τα
μπεντένια, το καράβι άρχισε τη σφυρίχτρα τη στρίγγλα. Μόλις ακούσανε τη
σφυρίχτρα όλος ο κόσμος της Καβάλας έτρεχε στην παραλία. Εμείς
κατεβήκαμε από τη “Δόξα” στη βάρκα τη δική μας, τη λύσαμε, μπήκαμε μέσα
και βγήκαμε έξω. Ο κόσμος μας αγκάλιαζε και μας σήκωνε στα χέρια,
γνωστοί και άγνωστοι. Έγινε το Ανάστα ο Θεός, θαρρώ πως ήτανε σαν χθες.
Εμείς φωνάζαμε: Άστε βρε παιδιά, αλλά πού εκείνοι. Ύστερα εμείς η παρέα
πήγαμε στου Γρηγοριάδη, του ’παμε: Αφεντικό είσαι ευχαριστημένος; Έπεσε
πάνω μας, μας αγκάλιαζε, μας φιλούσε και έβγαλε και μας έδωσε 10 λίρες
χρυσές τούρκικες για να πάμε να γλεντήσομε. Πράγματι πήραμε τις λίρες
και πήγαμε στο στέκι μας, στου Κωστή του Βουλαλά που είχε είδος
ζυθεστιατορίου και φάγαμε και ήπιαμε και γλεντούσαμε. Καμιά βδομάδα
βάσταξε το γλέντι».
* Τη μαρτυρία του Στ. Γαλανού κατέγραψε το 1952 ο δήμαρχος Καβάλας
Εμμ. Μελισσάκις για την «Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών», η οποία
συγκέντρωνε τότε στοιχεία για τους εθνικούς αγώνες της Μακεδονίας ▪
Ως Μαυρομάτης είχε έρθει το 1906 στην Καβάλα ο Στυλιανός Μαυρομιχάλης,
νεαρός σημαιοφόρος του Πολεμικού Ναυτικού, για να αναλάβει θέση
γραμματέα στο Ελληνικό Υποπροξενείο. Η μυστική αποστολή του ήταν να
οργανώσει το «Εθνικό Κέντρο Καβάλας» και να διευθύνει το Μακεδονικό
Αγώνα στην περιοχή. Το 1913 υπηρετούσε στο θωρηκτό Αβέρωφ και πήρε μέρος
στην απελευθέρωση της Καβάλας (σύμφωνα μάλιστα με μαρτυρίες, του
ανατέθηκε η επίσημη κατάληψη της πόλης, εις ένδειξη ευγνωμοσύνης)! ▪ Το
κέντρο «Καλλιθέα» βρισκόταν στη Ραψάνη και το κέντρο «Βράχος» στη
σημερινή οδό Τενέδου (πριν το πάρκο), όπου και σώζεται ακόμη το
αναφερόμενο πυροβολείο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου